διαπάσσω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(4)
 
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diapasso
|Transliteration C=diapasso
|Beta Code=diapa/ssw
|Beta Code=diapa/ssw
|Definition=Att. διαπάττω, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sprinkle</b>, -πάσας τοῦ ψήγματος ἐς τὰς τρίχας <span class="bibl">Hdt.6.125</span>; σμύρνῃ δ. τὴν ὁδόν <span class="bibl">Eub.128</span>; δασύποδας ἁλσὶ δ. <span class="bibl">Alc.Com. 17</span>; μέλανι διαπεπασμένον χρῶμα <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>526a12</span>; <b class="b3">πυρρὰ διαπεπασμένα</b> <b class="b2">with</b> red <b class="b2">spots</b>, ib.<span class="bibl">527b30</span>.</span>
|Definition=Att. [[διαπάττω]], [[sprinkle]], διαπάσας τοῦ ψήγματος ἐς τὰς τρίχας [[Herodotus|Hdt.]]6.125; σμύρνῃ δ. τὴν ὁδόν Eub.128; δασύποδας ἁλσὶ δ. Alc.Com. 17; μέλανι διαπεπασμένον χρῶμα [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''526a12; <b class="b3">πυρρὰ διαπεπασμένα</b> [[with]] [[red]] [[spot]]s, ib.527b30.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><b class="num">• Morfología:</b> [aor. inf. διαπάσαι Hp.<i>Morb</i>.2.18]<br /><b class="num">I</b> [[espolvorear]], [[esparcir]] c. gen. y ἐς c. ac.: ἐς τὰς τρίχας διαπάσας τοῦ ψήγματος Hdt.6.125, c. dat. ἁλσὶ λεπτοῖσι διαπάσαι Hp.l.c.<br /><b class="num">•</b>c. ac. y dat. (τοὺς δασύποδας) ἁλσὶ διαπάττειν Alc.Com.17, σμύρνῃ διάπαττε τὴν ὁδόν Eub.125, (τὸν σῖτον) τῇ γῇ τῇ Χαλκιδικῇ <i>IG</i> 12.<i>Suppl</i>.644.17 (Cálcide II a.C.).<br /><b class="num">II</b> en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[ser moteado]] de moluscos χρῶμα μέλανι διαπεπασμένον Arist.<i>HA</i> 526<sup>a</sup>12, καὶ ἄλλα πυρρὰ διαπεπασμένα y otras partes moteadas de rojo</i> de los cangrejos, Arist.<i>HA</i> 527<sup>b</sup>30.<br /><b class="num">2</b> [[ser reducido a polvo, desmenuzado]] ἡ διαπαττομένη γῆ ... ξηραίνει Thphr.<i>CP</i> 5.18.3, cf. <i>HP</i> 8.11.7.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0594.png Seite 594]] (s. [[πάσσω]]), dazwischen-, bestreuen; ἐς τὰς τρίχας τοῦ ψήγματος Her. 6, 125; τοὺς δασύποδας ἁλσί Alc. com. Ath. VIII, 399 f; διαπεπασμένος μέλανι, mit schwarzen Flecken, Arist. H. A. 4, 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαπάσω, <i>etc.</i><br />répandre (de la cendre, de la poudre, du sel, <i>etc.</i>) sur.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πάσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαπάσσω:''' атт. [[διαπάττω]] пересыпать, густо насыпать (τοῦ ψήγματος ἔς τι Her.): μέλανι διαπεπασμένος Arst. в черных крапинках.
}}
{{ls
|lstext='''διαπάσσω''': Ἀττ. -ττω· μέλλ. -πάσω· ἀόρ. διέπᾰσα· - [[ῥαντίζω]], δ. τοῦ ψήγματος ἐς τὰς τρίχας Ἡρόδ. 6. 125· σμύρνῃ δ. τὴν ὁδὸν Εὔβουλ. Ἀδήλ. 15b· δασύποδας ἁλσὶ δ. Ἀλκαῖ. Κωμ. Καλλ. 1· μέλανι διαπεπασμένος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 2, 11· πυρρὰ διαπεπασμένα, ἔχοντα ἐρυθρὰ στίγματα, [[αὐτόθι]] 4. 3, 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[διαπάσσω]] και διαπάττω (Α) [[πάσσω]]<br /><b>1.</b> [[ραντίζω]], [[πασπαλίζω]]<br /><b>2.</b> [[αλατίζω]], [[καρυκεύω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[είμαι]] [[διάστικτος]], [[φέρω]] στίγματα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαπάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. -[[πάσω]] [ᾰ], αόρ. αʹ <i>-έπᾰσα</i>· [[ραντίζω]], [[καταβρέχω]], [[πασπαλίζω]], [[σκορπίζω]], δ. τοῦ ψήγματος ἐς τὰς [[τρίχας]], πασπάλισε λίγη [[σκόνη]] πάνω στα μαλλιά, σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Attic -ττω fut. -[[πάσω]] aor1 -έπᾰσα<br />to [[sprinkle]], δ. τοῦ ψήγήατος ἐς τὰς τρίχας to [[sprinkle]] [[some]] [[dust]] on the [[hair]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 21:48, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπάσσω Medium diacritics: διαπάσσω Low diacritics: διαπάσσω Capitals: ΔΙΑΠΑΣΣΩ
Transliteration A: diapássō Transliteration B: diapassō Transliteration C: diapasso Beta Code: diapa/ssw

English (LSJ)

Att. διαπάττω, sprinkle, διαπάσας τοῦ ψήγματος ἐς τὰς τρίχας Hdt.6.125; σμύρνῃ δ. τὴν ὁδόν Eub.128; δασύποδας ἁλσὶ δ. Alc.Com. 17; μέλανι διαπεπασμένον χρῶμα Arist.HA526a12; πυρρὰ διαπεπασμένα with red spots, ib.527b30.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
• Morfología: [aor. inf. διαπάσαι Hp.Morb.2.18]
I espolvorear, esparcir c. gen. y ἐς c. ac.: ἐς τὰς τρίχας διαπάσας τοῦ ψήγματος Hdt.6.125, c. dat. ἁλσὶ λεπτοῖσι διαπάσαι Hp.l.c.
c. ac. y dat. (τοὺς δασύποδας) ἁλσὶ διαπάττειν Alc.Com.17, σμύρνῃ διάπαττε τὴν ὁδόν Eub.125, (τὸν σῖτον) τῇ γῇ τῇ Χαλκιδικῇ IG 12.Suppl.644.17 (Cálcide II a.C.).
II en v. med.-pas.
1 ser moteado de moluscos χρῶμα μέλανι διαπεπασμένον Arist.HA 526a12, καὶ ἄλλα πυρρὰ διαπεπασμένα y otras partes moteadas de rojo de los cangrejos, Arist.HA 527b30.
2 ser reducido a polvo, desmenuzado ἡ διαπαττομένη γῆ ... ξηραίνει Thphr.CP 5.18.3, cf. HP 8.11.7.

German (Pape)

[Seite 594] (s. πάσσω), dazwischen-, bestreuen; ἐς τὰς τρίχας τοῦ ψήγματος Her. 6, 125; τοὺς δασύποδας ἁλσί Alc. com. Ath. VIII, 399 f; διαπεπασμένος μέλανι, mit schwarzen Flecken, Arist. H. A. 4, 2.

French (Bailly abrégé)

f. διαπάσω, etc.
répandre (de la cendre, de la poudre, du sel, etc.) sur.
Étymologie: διά, πάσσω.

Russian (Dvoretsky)

διαπάσσω: атт. διαπάττω пересыпать, густо насыпать (τοῦ ψήγματος ἔς τι Her.): μέλανι διαπεπασμένος Arst. в черных крапинках.

Greek (Liddell-Scott)

διαπάσσω: Ἀττ. -ττω· μέλλ. -πάσω· ἀόρ. διέπᾰσα· - ῥαντίζω, δ. τοῦ ψήγματος ἐς τὰς τρίχας Ἡρόδ. 6. 125· σμύρνῃ δ. τὴν ὁδὸν Εὔβουλ. Ἀδήλ. 15b· δασύποδας ἁλσὶ δ. Ἀλκαῖ. Κωμ. Καλλ. 1· μέλανι διαπεπασμένος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 2, 11· πυρρὰ διαπεπασμένα, ἔχοντα ἐρυθρὰ στίγματα, αὐτόθι 4. 3, 7.

Greek Monolingual

διαπάσσω και διαπάττω (Α) πάσσω
1. ραντίζω, πασπαλίζω
2. αλατίζω, καρυκεύω
3. παθ. είμαι διάστικτος, φέρω στίγματα.

Greek Monotonic

διαπάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -πάσω [ᾰ], αόρ. αʹ -έπᾰσα· ραντίζω, καταβρέχω, πασπαλίζω, σκορπίζω, δ. τοῦ ψήγματος ἐς τὰς τρίχας, πασπάλισε λίγη σκόνη πάνω στα μαλλιά, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

Attic -ττω fut. -πάσω aor1 -έπᾰσα
to sprinkle, δ. τοῦ ψήγήατος ἐς τὰς τρίχας to sprinkle some dust on the hair, Hdt.