ῥαφανίς: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1") |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rafanis | |Transliteration C=rafanis | ||
|Beta Code=r(afani/s | |Beta Code=r(afani/s | ||
|Definition=ῖδος, ἡ, < | |Definition=ῖδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[radish]], [[Raphanus sativus]], [[Raphanus raphanistrum sativus]] Ar.Nu.981, Pl.544, Fr.253, Cratin.313, Eup.312, Thphr.HP1.2.7, Dsc.2.112, etc.: later [[ῥεφανίς]], Philum.Ven.18.4, ''Glossaria''; cf. [[ῥάφανος]].<br><span class="bld">II</span> [[ῥαφανὶς ἀγρία]] = [[charlock]], [[Raphanus raphanistrum]], Dsc.2.112, Plin.HN19.82. [-ῑς, ῖδος in all known passages, though Ath.2.56e says that ι is common.] | ||
}} | }} | ||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0835.png Seite 835]] ῖδος, ἡ, der [[Rettig]], vgl. [[ῥάφανος]]; Ar. Plut. 544; Ath. II, 56 d; Theophr. u. sonst in Prosa; ῥαφανῖδι τὴν πυγὴν βεβυσμένος, Luc. de Mort. Peregr. 9, geht auf die unter [[ῥαφανιδόω]] erwähnte Strafe. – [Ι ist in den erhaltenen Beispielen lang; Draco p. 23, 21. 45, 24. 80, 5 sagt bald, es sei gewöhnlich kurz, bei den Attikern lang, bald das Gegentheil.] | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῖδος (ἡ) :<br />rave <i>ou</i> salsifis <i>légume</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ῥάφανος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥᾰφᾰνίς:''' ῖδος ἡ [[редька или редиска]] Arph., Arst. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ῥᾰφᾰνίς''': -ῖδος, ἡ, τὸ «ῥαπάνι», Λατ. raphanus, Ἀριστοφ. Νεφ. 981, Πλ. 544, Ἀποσπ. 249, Κωμικὸς παρ’ Ἀθην. 56Ε κἑξ.· πρβλ. [[ῥάφανος]]. (Ἴδε [[ῥάπυς]]). [-ῑς, -ῑδος ἐν ἅπασι τοῖς γνωστοῖς χωρίοις, ἂν καὶ ὁ Ἀθήν. ἐνθ’ ἀνωτ. καὶ ὁ Δράκων λέγουσιν ὅτι τὸ ι κατὰ τὸν χρόνον [[εἶναι]] κοινόν]. ― Ἴδε Χατζιδάκι Περὶ τῆς ποκίλης παραδόσεως ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΑ΄, σ. 391. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[ῥαφανίς]] -ίδος, ΝΜΑ, και [[ῥεφανίς]] ΜΑ<br /><b>1.</b> [[γένος]], [[κατά]] τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας βρασσικίδες ή σταυρανθή με φαγώσιμη σαρκώδη [[ρίζα]], με έντονη και καυστική [[γεύση]], σημαντικότερα είδη του οποίου [[είναι]] τα γνωστά [[σήμερα]] ως ρεπάνια ή ρεπανάκια, αλλ. [[ράφανος]]<br /><b>2.</b> η [[σαρκώδης]] [[ρίζα]], ο [[κόνδυλος]] του φυτού [[αυτού]], που στην αρχαία Αθήνα τον χρησιμοποιούσαν για την [[τιμωρία]] τών μοιχών («ῥαφανῖδας λαμβάνοντες καθίεσαν εἰς τοὺς πρωκτοὺς τούτων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ῥαφανὶς ἡ ἀγρία]]» — [[αγριοράπανο]], [[λαψάνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάφανος]] / [[ῥέφανος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -ίδος (<b>πρβλ.</b> [[κληματίς]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ῥᾰφᾰνίς:''' -ῖδος, μεταγεν. [[ῥεφανίς]], ἡ, [[ραπανάκι]], Λατ. [[raphanus]], σε Αριστοφ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ῥᾰφᾰνίς, ῖδος,<br />the [[radish]], Lat. [[raphanus]], Ar. | |||
}} | |||
{{wkpen | |||
|wketx====Raphanus raphanistrum sativus=== | |||
[[File:Radish 3371103037 4ab07db0bf o.jpg|thumb|Radish]] | |||
The [[radish]] (Raphanus raphanistrum subsp. [[sativus]]) is an edible root vegetable of the family Brassicaceae that was domesticated in Asia prior to Roman times. | |||
}} | |||
===Raphanus raphanistrum=== | |||
[[Raphanus raphanistrum]], also known as [[wild radish]], [[white charlock]] or [[jointed charlock]], is a flowering plant in the family Brassicaceae. One of its subspecies, Raphanus raphanistrum subsp. sativus, includes a diverse variety of cultivated radishes. The species is native to western Asia, Europe and parts of Northern Africa. It has been introduced into most parts of the world and is regarded as a habitat threatening invasive species in many areas, for example, Australia. It spreads rapidly and is often found growing on roadsides or in other places where the ground has been disturbed. |
Latest revision as of 14:20, 1 March 2024
English (LSJ)
ῖδος, ἡ,
A radish, Raphanus sativus, Raphanus raphanistrum sativus Ar.Nu.981, Pl.544, Fr.253, Cratin.313, Eup.312, Thphr.HP1.2.7, Dsc.2.112, etc.: later ῥεφανίς, Philum.Ven.18.4, Glossaria; cf. ῥάφανος.
II ῥαφανὶς ἀγρία = charlock, Raphanus raphanistrum, Dsc.2.112, Plin.HN19.82. [-ῑς, ῖδος in all known passages, though Ath.2.56e says that ι is common.]
German (Pape)
[Seite 835] ῖδος, ἡ, der Rettig, vgl. ῥάφανος; Ar. Plut. 544; Ath. II, 56 d; Theophr. u. sonst in Prosa; ῥαφανῖδι τὴν πυγὴν βεβυσμένος, Luc. de Mort. Peregr. 9, geht auf die unter ῥαφανιδόω erwähnte Strafe. – [Ι ist in den erhaltenen Beispielen lang; Draco p. 23, 21. 45, 24. 80, 5 sagt bald, es sei gewöhnlich kurz, bei den Attikern lang, bald das Gegentheil.]
French (Bailly abrégé)
ῖδος (ἡ) :
rave ou salsifis légume.
Étymologie: cf. ῥάφανος.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾰφᾰνίς: ῖδος ἡ редька или редиска Arph., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰφᾰνίς: -ῖδος, ἡ, τὸ «ῥαπάνι», Λατ. raphanus, Ἀριστοφ. Νεφ. 981, Πλ. 544, Ἀποσπ. 249, Κωμικὸς παρ’ Ἀθην. 56Ε κἑξ.· πρβλ. ῥάφανος. (Ἴδε ῥάπυς). [-ῑς, -ῑδος ἐν ἅπασι τοῖς γνωστοῖς χωρίοις, ἂν καὶ ὁ Ἀθήν. ἐνθ’ ἀνωτ. καὶ ὁ Δράκων λέγουσιν ὅτι τὸ ι κατὰ τὸν χρόνον εἶναι κοινόν]. ― Ἴδε Χατζιδάκι Περὶ τῆς ποκίλης παραδόσεως ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΑ΄, σ. 391.
Greek Monolingual
η / ῥαφανίς -ίδος, ΝΜΑ, και ῥεφανίς ΜΑ
1. γένος, κατά τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας βρασσικίδες ή σταυρανθή με φαγώσιμη σαρκώδη ρίζα, με έντονη και καυστική γεύση, σημαντικότερα είδη του οποίου είναι τα γνωστά σήμερα ως ρεπάνια ή ρεπανάκια, αλλ. ράφανος
2. η σαρκώδης ρίζα, ο κόνδυλος του φυτού αυτού, που στην αρχαία Αθήνα τον χρησιμοποιούσαν για την τιμωρία τών μοιχών («ῥαφανῖδας λαμβάνοντες καθίεσαν εἰς τοὺς πρωκτοὺς τούτων», Αριστοφ.)
αρχ.
φρ. «ῥαφανὶς ἡ ἀγρία» — αγριοράπανο, λαψάνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάφανος / ῥέφανος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κληματίς)].
Greek Monotonic
ῥᾰφᾰνίς: -ῖδος, μεταγεν. ῥεφανίς, ἡ, ραπανάκι, Λατ. raphanus, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ῥᾰφᾰνίς, ῖδος,
the radish, Lat. raphanus, Ar.
Wikipedia EN
Raphanus raphanistrum sativus
The radish (Raphanus raphanistrum subsp. sativus) is an edible root vegetable of the family Brassicaceae that was domesticated in Asia prior to Roman times.
Raphanus raphanistrum
Raphanus raphanistrum, also known as wild radish, white charlock or jointed charlock, is a flowering plant in the family Brassicaceae. One of its subspecies, Raphanus raphanistrum subsp. sativus, includes a diverse variety of cultivated radishes. The species is native to western Asia, Europe and parts of Northern Africa. It has been introduced into most parts of the world and is regarded as a habitat threatening invasive species in many areas, for example, Australia. It spreads rapidly and is often found growing on roadsides or in other places where the ground has been disturbed.