τρωγλοδύτης: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=troglodytis | |Transliteration C=troglodytis | ||
|Beta Code=trwglodu/ths | |Beta Code=trwglodu/ths | ||
|Definition=[ῠ], ου, ὁ, ([[δύω]]) < | |Definition=[ῠ], ου, ὁ, ([[δύω]])<br><span class="bld">A</span> [[one who creeps into holes]], of foxes and snakes, Id.''HA''610a12; of [[crab]]s, Id.''IA''713b28:—for οἱ [[Τρωγλοδύται]], [[Troglodytes]], [[Cavemen]], v. [[Τρωγοδύται]].<br><span class="bld">II</span> [[wren]], [[Troglodytes europaeus]], Ruf.''Fr.''117, Philagr. ap. Aët.11.11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui habite dans des trous ; <i>particul.</i> ὁ [[τρωγλοδύτης]], troglodyte, <i>autre nom du</i> [[τροχίλος]], roitelet, <i>oiseau</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τρώγλη]], [[δύω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>der in [[Höhlen]] schlüpft, in [[Höhlen]] wohnt</i>, Arist. <i>H.A</i>. 8.12; bes.<br><b class="num">a</b> Name eines Vogels, wie unsers Zaunkönigs, [[sonst]] [[τρόχιλος]], Arist.<br><b class="num">b</b> Name eines Volkes, s. [[Τρωγλοδύτης]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρωγλοδύτης:''' ου (ῠ) adj. живущий в пещере или норе (Αἰθίοπες Her.; ζῷα Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρωγλοδύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, (δύω) ὁ εἰσδυόμενος εἰς τρώγλα, ὁ ἐν τρώγλαις οἰκῶν, ἐπὶ ἀλωπέκων καὶ ὄφεων, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 1, 28· ἐπὶ καρκίνων, ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Πορείας 17. 1· - οἱ Τρωγλοδύται, οἱ ἐν τρώγλαις ἢ σπηλαίοις οἰκοῦντες, Αἰθιοπική τις [[φυλή]], τοὺς τρωγλοδύτας Αἰθίοπας Ἡρόδ. 4. 183, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 3, Στράβ., κλπ. ΙΙ. [[ὄνομα]] πτηνοῦ, πιθαν. = [[τρωγλίτης]], Ἀέτ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 431. | |lstext='''τρωγλοδύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, (δύω) ὁ εἰσδυόμενος εἰς τρώγλα, ὁ ἐν τρώγλαις οἰκῶν, ἐπὶ ἀλωπέκων καὶ ὄφεων, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 1, 28· ἐπὶ καρκίνων, ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Πορείας 17. 1· - οἱ Τρωγλοδύται, οἱ ἐν τρώγλαις ἢ σπηλαίοις οἰκοῦντες, Αἰθιοπική τις [[φυλή]], τοὺς τρωγλοδύτας Αἰθίοπας Ἡρόδ. 4. 183, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 3, Στράβ., κλπ. ΙΙ. [[ὄνομα]] πτηνοῦ, πιθαν. = [[τρωγλίτης]], Ἀέτ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 431. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρωγλοδύτης:''' [ῠ], -ου, ὁ ([[δύω]]), αυτός που διεισδύει σε [[τρώγλη]]· <i>Τρωγλοδύται</i>, <i>οἱ</i>, αυτοί που κατοικούν σε τρώγλες ή σπηλιές, κάποια Αιθιοπική [[φυλή]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''τρωγλοδύτης:''' [ῠ], -ου, ὁ ([[δύω]]), αυτός που διεισδύει σε [[τρώγλη]]· <i>Τρωγλοδύται</i>, <i>οἱ</i>, αυτοί που κατοικούν σε τρώγλες ή σπηλιές, κάποια Αιθιοπική [[φυλή]], σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τρωγλο-δῠ́της, ου, ὁ, [δύω]<br />one who creeps [[into]] holes:— Τρωγλοδύται, ῶν, οἱ, Troglodytes, [[cave]]-men, an Aethiopian [[tribe]], Hdt. | |mdlsjtxt=τρωγλο-δῠ́της, ου, ὁ, [δύω]<br />one who creeps [[into]] holes:— Τρωγλοδύται, ῶν, οἱ, Troglodytes, [[cave]]-men, an Aethiopian [[tribe]], Hdt. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[τρώγλη]] + [[δύω]] (=[[εἰσδύω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στό [[ρῆμα]] [[τρώγω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ, (δύω)
A one who creeps into holes, of foxes and snakes, Id.HA610a12; of crabs, Id.IA713b28:—for οἱ Τρωγλοδύται, Troglodytes, Cavemen, v. Τρωγοδύται.
II wren, Troglodytes europaeus, Ruf.Fr.117, Philagr. ap. Aët.11.11.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui habite dans des trous ; particul. ὁ τρωγλοδύτης, troglodyte, autre nom du τροχίλος, roitelet, oiseau.
Étymologie: τρώγλη, δύω.
German (Pape)
ὁ, der in Höhlen schlüpft, in Höhlen wohnt, Arist. H.A. 8.12; bes.
a Name eines Vogels, wie unsers Zaunkönigs, sonst τρόχιλος, Arist.
b Name eines Volkes, s. Τρωγλοδύτης.
Russian (Dvoretsky)
τρωγλοδύτης: ου (ῠ) adj. живущий в пещере или норе (Αἰθίοπες Her.; ζῷα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
τρωγλοδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, (δύω) ὁ εἰσδυόμενος εἰς τρώγλα, ὁ ἐν τρώγλαις οἰκῶν, ἐπὶ ἀλωπέκων καὶ ὄφεων, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 1, 28· ἐπὶ καρκίνων, ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Πορείας 17. 1· - οἱ Τρωγλοδύται, οἱ ἐν τρώγλαις ἢ σπηλαίοις οἰκοῦντες, Αἰθιοπική τις φυλή, τοὺς τρωγλοδύτας Αἰθίοπας Ἡρόδ. 4. 183, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 3, Στράβ., κλπ. ΙΙ. ὄνομα πτηνοῦ, πιθαν. = τρωγλίτης, Ἀέτ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 431.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
1. (στον πληθ. ως κύριον όν.) οι Τρωγλοδύτες και Τρωγλοδύται
ονομασία που έδωσαν αρχαίοι συγγραφείς σε πρωτόγονους λαούς της Αιθιοπίας, της εσωτερικής Λιβύης, του Καυκάσου, της Σκυθίας κ.ά. οι οποίοι κατοικούσαν σε σπήλαια ή σε σκαπτές κατοικίες
2. ζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας τρωγλοδυτίδες με ένα επιδημητικό είδος στη χώρα μας, γνωστό με την κοινή σήμερα ονομασία τρυποφράχτης
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που κατοικεί σε τρώγλη, τρωγλόβιος
2. ζωολ. παλαιότερη ονομασία του χιμπατζή
αρχ.
1. (ως επίθ. κυρίως για ερπετά) σπηλαιόβιος
2. πτηνό όμοιο με τον βασιλίσκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + -δύτης (< δύω), πρβλ. ταβερνοδύτης. Σχετικά με το όν. του αιθιοπικού λαού παραμένει ανεξακρίβωτο αν ο τ. Τρωγλοδύται χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική για τον λαό αυτό λόγω του είδους τών κατοικιών του ή αν πρόκειται για απόδοση στην Ελληνική της ντόπιας ονομασίας τους].
Greek Monotonic
τρωγλοδύτης: [ῠ], -ου, ὁ (δύω), αυτός που διεισδύει σε τρώγλη· Τρωγλοδύται, οἱ, αυτοί που κατοικούν σε τρώγλες ή σπηλιές, κάποια Αιθιοπική φυλή, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
τρωγλο-δῠ́της, ου, ὁ, [δύω]
one who creeps into holes:— Τρωγλοδύται, ῶν, οἱ, Troglodytes, cave-men, an Aethiopian tribe, Hdt.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό τρώγλη + δύω (=εἰσδύω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα τρώγω.