ἀγροιώτης: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (elru replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=agroiotis | |Transliteration C=agroiotis | ||
|Beta Code=a)groiw/ths | |Beta Code=a)groiw/ths | ||
|Definition= | |Definition=ἀγροιώτου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> = [[ἀγρότης]] 1, Hom. always in nom. pl., ἀνέρες ἀγροιῶται Il.11.549; βουκόλοι ἀ. Od.11.293; λαοὶ ἀ Il.11.676; νήπιοι ἀ. Od. 21.85; ποιμένας ἀ. Hes.''Sc.''39; sg., Ar.''Th.''58:—fem. ἀγροιῶτις, ἡ, (perhaps as adjective, cf. ''ΙΙ'') Sapph.70.<br><span class="bld">II</span> as adjective, [[rustic]], Πρίηπος ''AP''6.22 (Zon.), ὕλη 7.411 (Diosc.); [[wild]], Numen. ap. Ath.371c. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου<br /><b class="num">1</b> [[campesino]] ἀνέρες <i>Il</i>.11.549, A.R.4.1183, βουκόλοι <i>Od</i>.11.293, ποιμένες Hes.<i>Sc</i>.39, λαοί <i>Il</i>.11.676, cf. Theoc.13.44, 25.23, 168<br /><b class="num">•</b>subst. τίς ἀγροιώτας πελάθει | |dgtxt=-ου<br /><b class="num">1</b> [[campesino]] ἀνέρες <i>Il</i>.11.549, A.R.4.1183, βουκόλοι <i>Od</i>.11.293, ποιμένες Hes.<i>Sc</i>.39, λαοί <i>Il</i>.11.676, cf. Theoc.13.44, 25.23, 168<br /><b class="num">•</b>subst. τίς ἀγροιώτας πελάθει θριγκοῖς; Ar.<i>Th</i>.58<br /><b class="num">•</b>[[del campo]], [[agreste]] Πρίηπος <i>AP</i> 6.22 (Zon.).<br /><b class="num">2</b> c. sent. peyor. [[palurdo]], [[paleto]] νήπιοι <i>Od</i>.21.85, [[ἀποφώλιος]] ἀ. Philet.<i>Fr.Poet</i>.12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[campagnard]], [[villageois]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀγρός]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>[[Landmann]]</i>, Hom. [[ἀνέρες]] ἀγροιῶται <i>Il</i>. 11.549, 15.272, λαοί 11.676, βουκόλοι <i>Od</i>. 11.293, νήπιοι 21.85; – Hes. <i>Sc</i>. 39. – Ar. <i>Th</i>. 58, in dor. Form; Theocr. 13.44, 25.23 und sp.D. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγροιώτης:''' <b class="num">I</b> дор. ἀγροιώτας, ου adj. m и f деревенский, сельский ([[ἀνέρες]], βουκόλοι Hom.; ποιμένες Hes.; θεαί Theocr.).<br /><b class="num">II</b> ου ὁ (с бран. оттенком) мужик Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγροιώτης''': -ου, ὁ = [[ἀγρότης]] Ι, Ὅμ., [[ὅστις]] ἀείποτε μεταχειρίζεται τήν ὀνομ. πληθ., ἀνέρες ἀγροιῶται, Ἰλ. Λ. 549· βουκόλοι ἀγρ., Ὀδ. Λ. 293· λαοί ἀγροιῶται, Ἰλ. Λ. 676· [[ἄνευ]] οὐσιαστ., νήπιοι ἀγρ., Ὀδ. Φ. 85· οὕτω, ποιμένας ἀγροιώτας, Ἡσ. Ἀσπ. 39· καθ’ ἑνικ., ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 58: - θηλ. ἀγροιῶτις, ἡ, Σαπφ. 70. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐκ τοῦ ἀγροῦ, [[ἀγροτικός]], Ἀνθ. Π. 6. 22., 7. 411: [[ἄγριος]], Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 371C. | |lstext='''ἀγροιώτης''': -ου, ὁ = [[ἀγρότης]] Ι, Ὅμ., [[ὅστις]] ἀείποτε μεταχειρίζεται τήν ὀνομ. πληθ., ἀνέρες ἀγροιῶται, Ἰλ. Λ. 549· βουκόλοι ἀγρ., Ὀδ. Λ. 293· λαοί ἀγροιῶται, Ἰλ. Λ. 676· [[ἄνευ]] οὐσιαστ., νήπιοι ἀγρ., Ὀδ. Φ. 85· οὕτω, ποιμένας ἀγροιώτας, Ἡσ. Ἀσπ. 39· καθ’ ἑνικ., ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 58: - θηλ. ἀγροιῶτις, ἡ, Σαπφ. 70. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐκ τοῦ ἀγροῦ, [[ἀγροτικός]], Ἀνθ. Π. 6. 22., 7. 411: [[ἄγριος]], Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 371C. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγροιώτης:''' -ου, ὁ, = [[ἀγρότης]],<br /><b class="num">I.</b> ο [[χωρικός]], ο [[αγρότης]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[αγροτικός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀγροιώτης:''' -ου, ὁ, = [[ἀγρότης]],<br /><b class="num">I.</b> ο [[χωρικός]], ο [[αγρότης]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[αγροτικός]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt== [[ἀγρότης]] I]<br /><b class="num">I.</b> a [[countryman]], Hom., Hes., etc.<br /><b class="num">II.</b> as adj. [[rustic]], Anth. [[ἀγρόμενος]], epic aor2 [[part]]. [[pass]]. of [[ἀγείρω]]. | |mdlsjtxt== [[ἀγρότης]] I]<br /><b class="num">I.</b> a [[countryman]], Hom., Hes., etc.<br /><b class="num">II.</b> as adj. [[rustic]], Anth. [[ἀγρόμενος]], epic aor2 [[part]]. [[pass]]. of [[ἀγείρω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:13, 21 March 2024
English (LSJ)
ἀγροιώτου, ὁ,
A = ἀγρότης 1, Hom. always in nom. pl., ἀνέρες ἀγροιῶται Il.11.549; βουκόλοι ἀ. Od.11.293; λαοὶ ἀ Il.11.676; νήπιοι ἀ. Od. 21.85; ποιμένας ἀ. Hes.Sc.39; sg., Ar.Th.58:—fem. ἀγροιῶτις, ἡ, (perhaps as adjective, cf. ΙΙ) Sapph.70.
II as adjective, rustic, Πρίηπος AP6.22 (Zon.), ὕλη 7.411 (Diosc.); wild, Numen. ap. Ath.371c.
Spanish (DGE)
-ου
1 campesino ἀνέρες Il.11.549, A.R.4.1183, βουκόλοι Od.11.293, ποιμένες Hes.Sc.39, λαοί Il.11.676, cf. Theoc.13.44, 25.23, 168
•subst. τίς ἀγροιώτας πελάθει θριγκοῖς; Ar.Th.58
•del campo, agreste Πρίηπος AP 6.22 (Zon.).
2 c. sent. peyor. palurdo, paleto νήπιοι Od.21.85, ἀποφώλιος ἀ. Philet.Fr.Poet.12.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
campagnard, villageois.
Étymologie: ἀγρός.
German (Pape)
ὁ, Landmann, Hom. ἀνέρες ἀγροιῶται Il. 11.549, 15.272, λαοί 11.676, βουκόλοι Od. 11.293, νήπιοι 21.85; – Hes. Sc. 39. – Ar. Th. 58, in dor. Form; Theocr. 13.44, 25.23 und sp.D.
Russian (Dvoretsky)
ἀγροιώτης: I дор. ἀγροιώτας, ου adj. m и f деревенский, сельский (ἀνέρες, βουκόλοι Hom.; ποιμένες Hes.; θεαί Theocr.).
II ου ὁ (с бран. оттенком) мужик Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγροιώτης: -ου, ὁ = ἀγρότης Ι, Ὅμ., ὅστις ἀείποτε μεταχειρίζεται τήν ὀνομ. πληθ., ἀνέρες ἀγροιῶται, Ἰλ. Λ. 549· βουκόλοι ἀγρ., Ὀδ. Λ. 293· λαοί ἀγροιῶται, Ἰλ. Λ. 676· ἄνευ οὐσιαστ., νήπιοι ἀγρ., Ὀδ. Φ. 85· οὕτω, ποιμένας ἀγροιώτας, Ἡσ. Ἀσπ. 39· καθ’ ἑνικ., ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 58: - θηλ. ἀγροιῶτις, ἡ, Σαπφ. 70. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐκ τοῦ ἀγροῦ, ἀγροτικός, Ἀνθ. Π. 6. 22., 7. 411: ἄγριος, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 371C.
English (Autenrieth)
rustic, peasant; as adj., Il. 15.272.
Greek Monotonic
ἀγροιώτης: -ου, ὁ, = ἀγρότης,
I. ο χωρικός, ο αγρότης, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.
II. ως επίθ., αγροτικός, σε Ανθ.
Middle Liddell
= ἀγρότης I]
I. a countryman, Hom., Hes., etc.
II. as adj. rustic, Anth. ἀγρόμενος, epic aor2 part. pass. of ἀγείρω.