ἀποστατικός: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
mNo edit summary
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apostatikos
|Transliteration C=apostatikos
|Beta Code=a)postatiko/s
|Beta Code=a)postatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for [[rebel]]s, [[rebellious]], [[θράσος]] <span class="bibl">Plu. <span class="title">Rom.</span>7</span>. Adv. [[ἀποστατικῶς]] [[ἔχειν]] = to be [[ready]] for [[revolt]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Pel.</span>15</span>: Comp. [[ἀποστατικώτερον]], φρονούντων <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>2.354.6</span>(i B.C.); [[ἀποστατικῶς]] [[πράττειν]] τοῦ λόγου Chrysipp. ap. Gal.5.406. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[disposed]] to [[exfoliate]], of [[bone]]s, <span class="bibl">Hp. <span class="title">Fract.</span>25</span>, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.6.1.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Rhet., [[belong]]ing to [[ἀπόστασις]] <span class="bibl">B.1.6</span>; [[ἀποστατικόν]], τό, <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Id.</span>1.10</span>; [[σχήμα]]τα ibid., Aps.<span class="bibl">p.259</span> H.; [[λόγος]] <span class="bibl">Eust.1389.28</span>. Adv. [[ἀποστατικῶς]] <span class="bibl">Id.635.58</span>.</span>
|Definition=ἀποστατική, ἀποστατικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of rebels]] or [[for rebels]], [[rebellious]], [[θράσος]] Plu. ''Rom.''7. Adv. [[ἀποστατικῶς]] [[ἔχειν]] = to be [[ready]] for [[revolt]], Id.''Pel.''15: Comp. [[ἀποστατικώτερον]], φρονούντων ''PLond.''2.354.6(i B.C.); [[ἀποστατικῶς]] [[πράττειν]] τοῦ λόγου Chrysipp. ap. Gal.5.406.<br><span class="bld">II</span> [[disposed]] to [[exfoliate]], of [[bone]]s, Hp. ''Fract.''25, Antyll. ap. Orib.6.1.6.<br><span class="bld">III</span> Rhet., [[belong]]ing to [[ἀπόστασις]] B.1.6; [[ἀποστατικόν]], τό, Hermog.''Id.''1.10; [[σχήμα]]τα ibid., Aps.p.259 H.; [[λόγος]] Eust.1389.28. Adv. [[ἀποστατικῶς]] Id.635.58.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0326.png Seite 326]] zum Abfallen geneigt, [[θράσος]] Plut. Rom. 7; ἀποστατικῶς ἔχειν Pelop. 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0326.png Seite 326]] zum Abfallen geneigt, [[θράσος]] Plut. Rom. 7; ἀποστατικῶς ἔχειν Pelop. 15.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[séditieux]], [[rebelle]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀφίστημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποστᾰτικός:''' [[мятежный]], [[бунтарский]] ([[θράσος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποστᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἀποστάτας, ἔχων τάσιν πρὸς ἀποστασίαν, [[θράσος]] Πλουτ. Ρωμ. 7· οἱ ἀποστατικοί, οἱ ἐπαναστάται, Συλλογ. Ἐπιγρ. 8709: - Ἐπίρρ., ἀποστατικῶς ἔχειν, ἔχειν διάθεσιν ἢ [[εἶναι]] ἕτοιμον πρὸς ἐπανάστασιν, Πλουτ. Πελοπ. 15. ΙΙ. ἔχων τάσιν πρὸς σχηματισμὸν ἀποστήματος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 767. ΙΙΙ. ἐν τῇ γραμμ. = [[ἀσύνδετος]], Εὐστ. 1389. 28: - Ἐπίρρ. -κῶς ὁ αὐτ. 635. 58.
|lstext='''ἀποστᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἀποστάτας, ἔχων τάσιν πρὸς ἀποστασίαν, [[θράσος]] Πλουτ. Ρωμ. 7· οἱ ἀποστατικοί, οἱ ἐπαναστάται, Συλλογ. Ἐπιγρ. 8709: - Ἐπίρρ., ἀποστατικῶς ἔχειν, ἔχειν διάθεσιν ἢ [[εἶναι]] ἕτοιμον πρὸς ἐπανάστασιν, Πλουτ. Πελοπ. 15. ΙΙ. ἔχων τάσιν πρὸς σχηματισμὸν ἀποστήματος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 767. ΙΙΙ. ἐν τῇ γραμμ. = [[ἀσύνδετος]], Εὐστ. 1389. 28: - Ἐπίρρ. -κῶς ὁ αὐτ. 635. 58.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />séditieux, rebelle.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφίστημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποστᾰτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε εξεγερμένους, σε Πλούτ.· επίρρ., [[ἀποστατικῶς]] ἔχειν, είμαι [[έτοιμος]] να εξεγερθώ, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀποστᾰτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε εξεγερμένους, σε Πλούτ.· επίρρ., [[ἀποστατικῶς]] ἔχειν, είμαι [[έτοιμος]] να εξεγερθώ, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποστᾰτικός:''' [[мятежный]], [[бунтарский]] ([[θράσος]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[From [[ἀποστάτης]]<br />of or for rebels, Plut.:—adv., [[ἀποστατικῶς]] ἔχειν to be [[ready]] for [[revolt]], Plut.
|mdlsjtxt=[From [[ἀποστάτης]]<br />of or for rebels, Plut.:—adv., [[ἀποστατικῶς]] ἔχειν to be [[ready]] for [[revolt]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 10:18, 8 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστᾰτικός Medium diacritics: ἀποστατικός Low diacritics: αποστατικός Capitals: ΑΠΟΣΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apostatikós Transliteration B: apostatikos Transliteration C: apostatikos Beta Code: a)postatiko/s

English (LSJ)

ἀποστατική, ἀποστατικόν,
A of rebels or for rebels, rebellious, θράσος Plu. Rom.7. Adv. ἀποστατικῶς ἔχειν = to be ready for revolt, Id.Pel.15: Comp. ἀποστατικώτερον, φρονούντων PLond.2.354.6(i B.C.); ἀποστατικῶς πράττειν τοῦ λόγου Chrysipp. ap. Gal.5.406.
II disposed to exfoliate, of bones, Hp. Fract.25, Antyll. ap. Orib.6.1.6.
III Rhet., belonging to ἀπόστασις B.1.6; ἀποστατικόν, τό, Hermog.Id.1.10; σχήματα ibid., Aps.p.259 H.; λόγος Eust.1389.28. Adv. ἀποστατικῶς Id.635.58.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1rebelde, subversivo, sedicioso θράσος Plu.Rom.7, σάλος Plu.Galb.10
dispuesto a la rebelión ἐκφερόμενος ... ἀποστατικῷ τρόπῳ PTor.Amenothes 8.68 (II a.C.), διάνοια Gr.Nyss.Virg.321.24, del pueblo judío σῶμα Meth.M.18.377C, de los ángeles caídos δυνάμεις Gr.Naz.M.36.321A, cf. Iren.Lugd.Haer.1.15.6, Aug.Ciu.12.2
subst. apóstata Tert.Adu.Marc.4.5
neutr. compar. como adv. ἀποστατικώτερον φρονούντων PLond.354.6 (I a.C.).
2 ret. asindético τὰ ἀποστατικὰ σχήματα Aps.259, ὁ λόγος Eust.1389.28, subst. τὸ ἀποστατικόν Hermog.Id.1.10 (p.271).
3 medic. supurativo ἐπιπλάσματα Hp.Art.40
purulento φλεγμοναί Antyll. en Orib.6.1.6, cf. Pelagon.397, Hippiatr.Paris.689, de huesos ἀποστατικὰ γενέσθαι exfoliarse Hp.Fract.25.
II adv.
1 con disposición a la revuelta, sediciosamente ἀποστατικῶς ἔχειν Plu.Pel.15, Luc.32, πράττειν Chrysipp.Stoic.3.124, ταῦτα διαπεπραγμένοι εἰσὶν ἀ. BGU 1253.7 (II a.C.).
2 ret. en uso asindético ἀ. ἤγουν ἀσυνδέτως ἐπηνέχθη Eust.635.58.

German (Pape)

[Seite 326] zum Abfallen geneigt, θράσος Plut. Rom. 7; ἀποστατικῶς ἔχειν Pelop. 15.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
séditieux, rebelle.
Étymologie: ἀφίστημι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποστᾰτικός: мятежный, бунтарский (θράσος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἀποστάτας, ἔχων τάσιν πρὸς ἀποστασίαν, θράσος Πλουτ. Ρωμ. 7· οἱ ἀποστατικοί, οἱ ἐπαναστάται, Συλλογ. Ἐπιγρ. 8709: - Ἐπίρρ., ἀποστατικῶς ἔχειν, ἔχειν διάθεσιν ἢ εἶναι ἕτοιμον πρὸς ἐπανάστασιν, Πλουτ. Πελοπ. 15. ΙΙ. ἔχων τάσιν πρὸς σχηματισμὸν ἀποστήματος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 767. ΙΙΙ. ἐν τῇ γραμμ. = ἀσύνδετος, Εὐστ. 1389. 28: - Ἐπίρρ. -κῶς ὁ αὐτ. 635. 58.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἀποστατικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ρέπει προς την αποστασία
2. αυτός που έχει τάση για σχηματισμό αποστήματος
μσν.
φρ. «ἀποστατικός λόγος» — ασύνδετος λόγος
αρχ.
φρ. «ἀποστατικῶς ἔχω» — έχω διάθεση ή είμαι έτοιμος για επανάσταση.

Greek Monotonic

ἀποστᾰτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε εξεγερμένους, σε Πλούτ.· επίρρ., ἀποστατικῶς ἔχειν, είμαι έτοιμος να εξεγερθώ, στον ίδ.

Middle Liddell

[From ἀποστάτης
of or for rebels, Plut.:—adv., ἀποστατικῶς ἔχειν to be ready for revolt, Plut.