ἀπόγονος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
(CSV import)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apogonos
|Transliteration C=apogonos
|Beta Code=a)po/gonos
|Beta Code=a)po/gonos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[born]] or [[descended from]], <b class="b3">Τλαύκου οὔτε τι ἀ. ἐστι</b> has no [[descendant]], <span class="bibl">Hdt.6.86</span>.δ: in plural, [[descendants]], <span class="bibl">Id.1.7</span>, <span class="bibl">4.148</span>,al., <span class="bibl">Th.1.101</span>; <b class="b3">σαὶ . . ἀπόγονοι</b> thy [[offspring]], <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>534</span> (lyr.): metaph., ἀ. τοῦ ἐφθαρμένου πνεύματος <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>19</span> (<span class="title">Hermes</span>53.65); ἀ. τέταρτος, ἕβδομος <span class="bibl">Paus.4.15.32</span>: fem. ἀπογόνη <span class="title">Milet.</span>3 No.176. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[viable]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span> 2.3.17</span>.</span>
|Definition=ἀπόγονον,<br><span class="bld">A</span> [[born]] or [[descended from]], <b class="b3">Τλαύκου οὔτε τι ἀ. ἐστι</b> has no [[descendant]], [[Herodotus|Hdt.]]6.86.δ: in plural, [[descendants]], Id.1.7, 4.148,al., Th.1.101; <b class="b3">σαὶ.. ἀπόγονοι</b> thy [[offspring]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''534 (lyr.): metaph., ἀ. τοῦ ἐφθαρμένου πνεύματος Hp.''Ep.''19 (''Hermes''53.65); ἀ. τέταρτος, ἕβδομος Paus.4.15.32: fem. ἀπογόνη ''Milet.''3 No.176.<br><span class="bld">II</span> [[viable]], Hp.''Epid.'' 2.3.17.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0299.png Seite 299]] abstammend, Her. 6, 86, 4; herkommend von etwas, δείπνων Luc. Gall. 23; ὁ, der Nachkomme, Her. 7, 150 u. Folgde; bes. Enkel, nach Ammon. von [[ἔκγονος]], Sohn, unterschieden; [[ἀπόγονος]] [[τρίτος]], Urenkel u. s. w.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0299.png Seite 299]] abstammend, Her. 6, 86, 4; herkommend von etwas, δείπνων Luc. Gall. 23; ὁ, der Nachkomme, Her. 7, 150 u. Folgde; bes. Enkel, nach Ammon. von [[ἔκγονος]], Sohn, unterschieden; [[ἀπόγονος]] [[τρίτος]], Urenkel u. s. w.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[né de]], [[descendant]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπογίγνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόγονος:''' <b class="num">II</b> ὁ и ἡ [[потомок]] Her., Soph., Thuc., Xen.<br />ведущий свой род, происходящий, порожденный (τινος Her., Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόγονος''': -ον, ὁ γεννηθεὶς ἢ καταγόμενος ἔκ τινος, [[ἀπόγονος]] ὡς καὶ νῦν, Λατ. oriundus, Γλαύκου νῦν [[οὔτε]] τι ἀπόγονόν ἐστι οὐδὲν οὔτ’ κτλ., [[οὔτε]] τι ὑπάρχει νῦν καταγόμενον ἀπ’ [[αὐτοῦ]] [[οὔτε]] κτλ., Ἡρόδ. 6. 86, 4· ἐν τῷ πληθ., ἀπόγονοι ὁ αὐτ. 1. 7., 4. 148, κ. ἀλλ., Θουκ. 1. 101· αὗται γὰρ ἀπόγονοι τεαί; τέκνα σου, ἐκ σοῦ γεννηθεῖσαι, (ὁ Jebb ἔχει: σαί τ’ εἴσ’ ἂρ’ ἀπόγονοι καί, καὶ ἄλλοι ἐκδόται ἄλλως) Σοφ. Ο. Κ. 534: - ἡ ἀπὸ τοῦ γεννήτορος [[ἀπόστασις]] ἐν κατιούσῃ τάξει διακρίνεται διὰ τακτικῶν ἀριθμ., [[πέμπτος]] [[ἀπόγονος]] [[αὐτοῦ]] Ἡρόδ. 7. 150. Θεοπόμπου δὲ Ἀρίστων [[ἀπόγονος]] [[ἕβδομος]] Παυσ. 4. 15, 3. Πρβλ. Ἀμμών, ἐν λέξει [[ἔκγονος]].
|lstext='''ἀπόγονος''': -ον, ὁ γεννηθεὶς ἢ καταγόμενος ἔκ τινος, [[ἀπόγονος]] ὡς καὶ νῦν, Λατ. oriundus, Γλαύκου νῦν [[οὔτε]] τι ἀπόγονόν ἐστι οὐδὲν οὔτ’ κτλ., [[οὔτε]] τι ὑπάρχει νῦν καταγόμενον ἀπ’ αὐτοῦ [[οὔτε]] κτλ., Ἡρόδ. 6. 86, 4· ἐν τῷ πληθ., ἀπόγονοι ὁ αὐτ. 1. 7., 4. 148, κ. ἀλλ., Θουκ. 1. 101· αὗται γὰρ ἀπόγονοι τεαί; τέκνα σου, ἐκ σοῦ γεννηθεῖσαι, (ὁ Jebb ἔχει: σαί τ’ εἴσ’ ἂρ’ ἀπόγονοι καί, καὶ ἄλλοι ἐκδόται ἄλλως) Σοφ. Ο. Κ. 534: - ἡ ἀπὸ τοῦ γεννήτορος [[ἀπόστασις]] ἐν κατιούσῃ τάξει διακρίνεται διὰ τακτικῶν ἀριθμ., [[πέμπτος]] [[ἀπόγονος]] αὐτοῦ Ἡρόδ. 7. 150. Θεοπόμπου δὲ Ἀρίστων [[ἀπόγονος]] [[ἕβδομος]] Παυσ. 4. 15, 3. Πρβλ. Ἀμμών, ἐν λέξει [[ἔκγονος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />né de, descendant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπογίγνομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόγονος:''' -ον ([[ἀπογίγνομαι]]), αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από, [[απόγονος]], Λατ. [[oriundus]], σε Ηρόδ.· στον πληθ., οι απόγονοι, στον ίδ., Θουκ.· <i>σαὶ ἀπόγονοι</i>, οι απόγονοί [[σου]], η [[φύτρα]] [[σου]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀπόγονος:''' -ον ([[ἀπογίγνομαι]]), αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από, [[απόγονος]], Λατ. [[oriundus]], σε Ηρόδ.· στον πληθ., οι απόγονοι, στον ίδ., Θουκ.· <i>σαὶ ἀπόγονοι</i>, οι απόγονοί [[σου]], η [[φύτρα]] [[σου]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόγονος:''' <b class="num">II</b> ὁ и ἡ потомок Her., Soph., Thuc., Xen.<br />ведущий свой род, происходящий, порожденный (τινος Her., Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[lineal descendant]]
|woodrun=[[lineal descendant]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=ἤ [[ἀπόγειος]]<br><b class="num">1</b> (=ὁ [[ἄνεμος]] πού πνέει ἀπό τήν [[ξηρά]]). Ἀπό τό ἀπό + [[γῆ]].<br><b class="num">2</b> Ἀπό τό [[ἀπογίγνομαι]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[γίγνομαι]].
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[posteri]]'', [[descendants]], [[posterity]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.101.2/ 1.101.2].
}}
}}

Latest revision as of 13:56, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόγονος Medium diacritics: ἀπόγονος Low diacritics: απόγονος Capitals: ΑΠΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: apógonos Transliteration B: apogonos Transliteration C: apogonos Beta Code: a)po/gonos

English (LSJ)

ἀπόγονον,
A born or descended from, Τλαύκου οὔτε τι ἀ. ἐστι has no descendant, Hdt.6.86.δ: in plural, descendants, Id.1.7, 4.148,al., Th.1.101; σαὶ.. ἀπόγονοι thy offspring, S.OC534 (lyr.): metaph., ἀ. τοῦ ἐφθαρμένου πνεύματος Hp.Ep.19 (Hermes53.65); ἀ. τέταρτος, ἕβδομος Paus.4.15.32: fem. ἀπογόνη Milet.3 No.176.
II viable, Hp.Epid. 2.3.17.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): ἀπύγονος IG 12(2).Suppl.7.2 (Mitilene)
I subst. hijo Hdt.6.86δ, σαὶ ... ἀπόγονοι tus hijas S.OC 534, καὶ οὗτος ἦν ἀπόγονος γιγάντων LXX 1Pa.20.6
descendiente gener. c. gen., Hdt.1.7, Μεμβλιάρεω ἀ. Hdt.4.148, cf. 150, τῶν παλαιῶν Μεσσηνίων Th.1.101, Χαλδαίων LXX Iu.5.6, τίνων ἦν ἀπόγονος cuál es su ascendencia Isoc.9.12, τοιούτων ἀνδρῶν D.21.148, cf. 43.76, Arist.EN 1097b12, IG l.c., de Ptolomeo SB 8545 A 4 (III a.C.), cf. Plb.4.35.14, Κρητῶν Plu.2.984a, FDE 2 b 12 (II d.C.), τοῦ Αἰνείου D.C.Epit.7.1.9, ἀ. τέταρτος descendiente en la cuarta generación Paus.4.15.3, cf. IP 8(3).10 (II d.C.)
bisnieto Νέρων ... θεοῦ Σεβαστοῦ ἀ. SIG 810.8 (Rodas I d.C.), cf. IM 183.4 (II d.C.).
II adj.
1 fig. producto, resultado ἐφθαρμένου πνεύματος Hp.Ep.19 en Hermes 53.1918.65, τὰ νοσήματα (τοῦ ἠέρος) ἀπόγονα Hp.Flat.5 (var.), τὰ δὲ λοιπὰ ἐκ τῶν (τοῦ ἀέρος) ἀπογόνων Hippol.Haer.1.7.1 (= Anaximen.A 7).
2 viable de fetos de 7 y 9 meses τὰ τικτόμενα ἀπόγονα γίνεται Hp.Epid.2.3.17, 6.8.6.

German (Pape)

[Seite 299] abstammend, Her. 6, 86, 4; herkommend von etwas, δείπνων Luc. Gall. 23; ὁ, der Nachkomme, Her. 7, 150 u. Folgde; bes. Enkel, nach Ammon. von ἔκγονος, Sohn, unterschieden; ἀπόγονος τρίτος, Urenkel u. s. w.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
né de, descendant.
Étymologie: ἀπογίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόγονος: II ὁ и ἡ потомок Her., Soph., Thuc., Xen.
ведущий свой род, происходящий, порожденный (τινος Her., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόγονος: -ον, ὁ γεννηθεὶς ἢ καταγόμενος ἔκ τινος, ἀπόγονος ὡς καὶ νῦν, Λατ. oriundus, Γλαύκου νῦν οὔτε τι ἀπόγονόν ἐστι οὐδὲν οὔτ’ κτλ., οὔτε τι ὑπάρχει νῦν καταγόμενον ἀπ’ αὐτοῦ οὔτε κτλ., Ἡρόδ. 6. 86, 4· ἐν τῷ πληθ., ἀπόγονοι ὁ αὐτ. 1. 7., 4. 148, κ. ἀλλ., Θουκ. 1. 101· αὗται γὰρ ἀπόγονοι τεαί; τέκνα σου, ἐκ σοῦ γεννηθεῖσαι, (ὁ Jebb ἔχει: σαί τ’ εἴσ’ ἂρ’ ἀπόγονοι καί, καὶ ἄλλοι ἐκδόται ἄλλως) Σοφ. Ο. Κ. 534: - ἡ ἀπὸ τοῦ γεννήτορος ἀπόστασις ἐν κατιούσῃ τάξει διακρίνεται διὰ τακτικῶν ἀριθμ., πέμπτος ἀπόγονος αὐτοῦ Ἡρόδ. 7. 150. Θεοπόμπου δὲ Ἀρίστων ἀπόγονος ἕβδομος Παυσ. 4. 15, 3. Πρβλ. Ἀμμών, ἐν λέξει ἔκγονος.

Greek Monolingual

ο (AM ἀπόγονος, -ον) γόνος
αυτός που έχει γεννηθεί ή κατάγεται από κάποιον
νεοελλ.
οι απόγονοι
1. οι κληρονόμοι, οι διάδοχοι
2. οι μεταγενέστεροι, οι μέλλουσες γενιές.

Greek Monotonic

ἀπόγονος: -ον (ἀπογίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από, απόγονος, Λατ. oriundus, σε Ηρόδ.· στον πληθ., οι απόγονοι, στον ίδ., Θουκ.· σαὶ ἀπόγονοι, οι απόγονοί σου, η φύτρα σου, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἀπογίγνομαι
born or descended from, Lat. oriundus, Hdt.: in plural descendants, Hdt., Thuc.; ἀπόγονοι τεαί thy offspring, Soph.

English (Woodhouse)

lineal descendant

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

ἀπόγειος
1 (=ὁ ἄνεμος πού πνέει ἀπό τήν ξηρά). Ἀπό τό ἀπό + γῆ.
2 Ἀπό τό ἀπογίγνομαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα γίγνομαι.

Lexicon Thucydideum

posteri, descendants, posterity, 1.101.2.