ζωοφόρος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui porte la vie, vivifiant, fécondant.<br />'''Étymologie:''' [[ζωή]], [[φέρω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui porte la vie]], [[vivifiant]], [[fécondant]].<br />'''Étymologie:''' [[ζωή]], [[φέρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ζωο-[[φόρος]], ον [ζωή, [[φέρω]]<br />[[life]]-giving, Anth. | |mdlsjtxt=ζωο-[[φόρος]], ον [ζωή, [[φέρω]]<br />[[life]]-giving, Anth. | ||
}} | |||
{{wkpen | |||
|wketx=Zoophorus (Ancient Greek: ζῳοφόρος) and Zophorus (Ancient Greek: ζῳφόρος), meaning "bearing animals", was the Ancient Greek term for a decorated frieze between the architrave and cornice, typically with a continuous bas-relief. A zoophoric column is a pillar supporting the figure of an animal. The word is rarely used in modern English architectural writing. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:54, 16 May 2024
English (LSJ)
ον, life-giving, IG 3.171; ἄνεμοι AP 9.765 (Paul. Sil.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte la vie, vivifiant, fécondant.
Étymologie: ζωή, φέρω.
Greek (Liddell-Scott)
ζωοφόρος: -ον, παρέχων ζωήν, Ἀνθ. Π. 9. 765, Συλλ. Ἐπιγρ. 512. ΙΙ. ζῳο-φόρος, ον, ζῷα φέρων· ἑπομένως, 1) φέρων τὰς εἰκόνας ζῴων, πλήρης γλυφῶν, πίναξ Διόδ. 18. 26· ἐντεῦθεν, ἡ ζῳφόρος, ὡς οὐσιαστ., τὸ μεταξὺ ἐπιστυλίου καὶ γείσου μέρος, Βιτρούβ. 3. 5. 2) ὁ ζ. κύκλος = ὁ ζῳδιακός, Ἀριστ. Κόσμ. 2. 7· ἄνευ τοῦ κύκλος, Ἀνθ. Π. 14. 124, παραρτ. 92· πρβλ. ζῴδιον.
Greek Monolingual
(I)
-ο (AM ζωοφόρος και ζωφόρος, -ον)
αυτός που παρέχει ζωή, ζωοπάροχος, ζωοδότης, ζωοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -φορος (< φέρω), πρβλ. αχθοφόρος, πυρφόρος.
(II)
-ο (AM ζῳοφόρος και ζῳφόρος, -ον)
1. το θηλ. ως ουσ. η ζωοφόρος και ζωφόρος
το διάστημα που βρίσκεται μεταξύ του επιστυλίου και του γείσου του αρχαίου ιωνικού ναού και διακοσμείται συνήθως με ανάγλυφες παραστάσεις ζώων ή άλλων μορφών
2. το διάζωμα της οικίας κάτω από το γείσο
αρχ.
1. αυτός που έχει στην επιφάνειά του εικόνες ή μορφές ζώων
2. φρ. «ό ζωοφόρος κύκλος» — ο ζωδιακός κύκλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -φορος (< φέρω), πρβλ. εωσφόρος, πυρφόρος.
Greek Monotonic
ζωοφόρος: -ον (ζωή, φέρω),
I. αυτός που παρέχει ζωή, σε Ανθ. II. ζῳοφόρος, ον (ζῷον), αυτός που έχει πάνω του εικόνες ζώων ή εικόνες που το θέμα τους έχει ληφθεί από την ίδια την ζωή· ὁ ζῳοφόρος (ενν. κύκλος), ζωδιακός κύκλος, σε Ανθ.
Middle Liddell
ζωο-φόρος, ον [ζωή, φέρω
life-giving, Anth.
Wikipedia EN
Zoophorus (Ancient Greek: ζῳοφόρος) and Zophorus (Ancient Greek: ζῳφόρος), meaning "bearing animals", was the Ancient Greek term for a decorated frieze between the architrave and cornice, typically with a continuous bas-relief. A zoophoric column is a pillar supporting the figure of an animal. The word is rarely used in modern English architectural writing.