σκευωρία: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
mNo edit summary
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skevoria
|Transliteration C=skevoria
|Beta Code=skeuwri/a
|Beta Code=skeuwri/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[care of baggage]], etc., <span class="bibl">Poll.10.15</span>: generally, [[great care]], [[excessive care]], σ. ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττούς <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>631b15</span>, etc.; <b class="b3">ἡ περὶ ταῦτα σ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">GA</span>718a33</span>; σ. γίγνεται περί τι <span class="bibl">Philem.61</span>; [[critical nicety]] or [[elaboration]], <span class="bibl">D.H. <span class="title">Comp.</span>25</span>; σ. διθυραμβική <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>29</span>; [[τεχνική]] ib.<span class="bibl">5</span>, cf. Phld.<span class="title">Rh.</span>1.65 S. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[knavery]], [[intrigue]], <span class="bibl">D.55.2</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lys.</span>25</span>, <span class="bibl"><span class="title">Dio</span> 30</span>.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[care of baggage]], etc., Poll.10.15: generally, [[great care]], [[excessive care]], σκευωρίαν ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττούς [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''631b15, etc.; <b class="b3">ἡ περὶ ταῦτα σκευωρία</b> Id.''GA''718a33; σκευωρία γίγνεται περί τι Philem.61; [[critical]] [[nicety]] or [[elaboration]], [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''25; σκευωρία διθυραμβική Id.''Th.''29; [[τεχνική]] ib.5, cf. Phld.''Rh.''1.65 S.<br><span class="bld">II</span> [[knavery]], [[intrigue]], D.55.2, Plu.''Lys.''25, ''Dio'' 30.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0894.png Seite 894]] ἡ, 1) Sorgfalt, Emsigkeit; περὶ τοὺς νεοττοὺς ποιούμενοι σκευωρίαν, Arist. H. A. 9, 49; gen. anim. 1, 7; bes. übertriebene, lästige Sorgfalt, Meineke Meandr. p. 375 (eigtl. im Bewachen des Gepäcks); τεχνική, künstliche Behandlung, D. Hal. iud. Thuc. 5. – 2) schlauer Anschlag, List, Betrug, Tücke; Dem. 55, 2 von einem boshafter Weise angestellten Processe; [[κατά]] τινος, Plut. Dion. 30.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0894.png Seite 894]] ἡ, 1) [[Sorgfalt]], [[Emsigkeit]]; περὶ τοὺς νεοττοὺς ποιούμενοι σκευωρίαν, Arist. H. A. 9, 49; gen. anim. 1, 7; bes. übertriebene, lästige Sorgfalt, Meineke Meandr. p. 375 (eigtl. im Bewachen des Gepäcks); τεχνική, künstliche Behandlung, D. Hal. iud. Thuc. 5. – 2) schlauer [[Anschlag]], [[List]], [[Betrug]], [[Tücke]]; Dem. 55, 2 von einem boshafter Weise angestellten Processe; [[κατά]] τινος, Plut. Dion. 30.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />maniement, mise en œuvre ; <i>en mauv. part</i> machination, intrigue.<br />'''Étymologie:''' [[σκευωρέω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[maniement]], [[mise en œuvre]] ; <i>en mauv. part</i> [[machination]], [[intrigue]].<br />'''Étymologie:''' [[σκευωρέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκευωρία''': , προσοχὴ ἢ [[φύλαξις]] τῶν σκευῶν, κτλ., Πολυδ. Ι΄ 15· ἀκολούθως, [[καθόλου]], [[μεγάλη]] [[φροντίς]], ὑπερβολικὴ [[μέριμνα]], σκ. ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττοὺς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49, 3, κτλ.· περὶ [[ταῦτα]] [[σκευωρία]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 3· σκ. γίγνεται [[περί]] τι Φιλήμ. ἐν «Παρεισιόντι» 2· [[λεπτότης]] κριτικὴ ἢ τεχνικὴ [[ἐπεξεργασία]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25· σκ. ποιητικὴ ὁ αὐτ. π. Θουκ. 29· τεχνικὴ [[αὐτόθι]] 5. II. [[τέχνασμα]], [[πανουργία]], [[ῥᾳδιουργία]], Δημ. 1272. 8, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 25, Διον. 30.
|elnltext=σκευωρία -ας, ἡ [σκευωρέω] [[achterbaks gedrag]], [[gemene streek]]:. σκευωρία κατὰ τῶν Συρακουσίων een valse streek tegen de Syracusanen Plut. Dion 30.5.
}}
{{elru
|elrutext='''σκευωρία:''' <br /><b class="num">1</b> [[заботливое отношение]] (σκευωρίαν ποιεῖσθαι περί τινα Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[происки]], [[хитрость]], [[коварство]], Dem.: σ. τοῦ πλάσματος Plut. хитрый обман.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σκευωρία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[φροντίδα]], [[επιμέλεια]] των αποσκευών· απ' όπου, γενικά, [[μεγάλη]] [[φροντίδα]], υπερβολική [[φροντίδα]], [[επαγρύπνηση]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[τέχνασμα]], [[δόλος]], [[μηχανορραφία]], [[απάτη]], σε Δημ.
|lsmtext='''σκευωρία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[φροντίδα]], [[επιμέλεια]] των αποσκευών· απ' όπου, γενικά, [[μεγάλη]] [[φροντίδα]], υπερβολική [[φροντίδα]], [[επαγρύπνηση]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[τέχνασμα]], [[δόλος]], [[μηχανορραφία]], [[απάτη]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκευωρία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[заботливое отношение]] (σκευωρίαν ποιεῖσθαι περί τινα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[происки]], [[хитрость]], [[коварство]], Dem.: σ. τοῦ πλάσματος Plut. хитрый обман.
|lstext='''σκευωρία''': , προσοχὴ ἢ [[φύλαξις]] τῶν σκευῶν, κτλ., Πολυδ. Ι΄ 15· ἀκολούθως, [[καθόλου]], [[μεγάλη]] [[φροντίς]], ὑπερβολικὴ [[μέριμνα]], σκ. ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττοὺς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49, 3, κτλ.· περὶ [[ταῦτα]] [[σκευωρία]] ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 3· σκ. γίγνεται [[περί]] τι Φιλήμ. ἐν «Παρεισιόντι» 2· [[λεπτότης]] κριτικὴ ἢ τεχνικὴ [[ἐπεξεργασία]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25· σκ. ποιητικὴ ὁ αὐτ. π. Θουκ. 29· τεχνικὴ [[αὐτόθι]] 5. II. [[τέχνασμα]], [[πανουργία]], [[ῥᾳδιουργία]], Δημ. 1272. 8, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 25, Διον. 30.
}}
{{elnl
|elnltext=σκευωρία -ας, ἡ [σκευωρέω] achterbaks gedrag, gemene streek:. σκευωρία κατὰ τῶν Συρακουσίων een valse streek tegen de Syracusanen Plut. Dion 30.5.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[act of concocting]], [[act of fabricating]]
|woodrun=[[act of concocting]], [[act of fabricating]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=προσεκτική φύλαξη τῶν ἀποσκευῶν, [[μεγάλη]] φροντίδα, [[πανουργία]]). Ἀπό τό ἐπίθ. [[σκευωρός]] → [[σκεῦος]] + [[ὤρα]] (=[[φροντίδα]]), ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: σκευωρῶ, [[σκευώρημα]] (=[[ἀπάτη]]).
}}
}}

Latest revision as of 13:52, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευωρία Medium diacritics: σκευωρία Low diacritics: σκευωρία Capitals: ΣΚΕΥΩΡΙΑ
Transliteration A: skeuōría Transliteration B: skeuōria Transliteration C: skevoria Beta Code: skeuwri/a

English (LSJ)

ἡ,
A care of baggage, etc., Poll.10.15: generally, great care, excessive care, σκευωρίαν ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττούς Arist.HA631b15, etc.; ἡ περὶ ταῦτα σκευωρία Id.GA718a33; σκευωρία γίγνεται περί τι Philem.61; critical nicety or elaboration, D.H.Comp.25; σκευωρία διθυραμβική Id.Th.29; τεχνική ib.5, cf. Phld.Rh.1.65 S.
II knavery, intrigue, D.55.2, Plu.Lys.25, Dio 30.

German (Pape)

[Seite 894] ἡ, 1) Sorgfalt, Emsigkeit; περὶ τοὺς νεοττοὺς ποιούμενοι σκευωρίαν, Arist. H. A. 9, 49; gen. anim. 1, 7; bes. übertriebene, lästige Sorgfalt, Meineke Meandr. p. 375 (eigtl. im Bewachen des Gepäcks); τεχνική, künstliche Behandlung, D. Hal. iud. Thuc. 5. – 2) schlauer Anschlag, List, Betrug, Tücke; Dem. 55, 2 von einem boshafter Weise angestellten Processe; κατά τινος, Plut. Dion. 30.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
maniement, mise en œuvre ; en mauv. part machination, intrigue.
Étymologie: σκευωρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκευωρία -ας, ἡ [σκευωρέω] achterbaks gedrag, gemene streek:. σκευωρία κατὰ τῶν Συρακουσίων een valse streek tegen de Syracusanen Plut. Dion 30.5.

Russian (Dvoretsky)

σκευωρία:
1 заботливое отношение (σκευωρίαν ποιεῖσθαι περί τινα Arst.);
2 происки, хитрость, коварство, Dem.: σ. τοῦ πλάσματος Plut. хитрый обман.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και σκαιωρία Α σκευωρός
δόλιο τέχνασμα, μηχανορραφία, ραδιουργία (α. «έπεσε θύμα σκευωρίας τών υφισταμένων του» β. «περιγενομένου μου της τούτων σκευωρίας», Δημοσθ.)
αρχ.
1. φροντίδα, επιμέλεια ή φύλαξη τών σκευών
2. πολύ μεγάλη φροντίδα, ιδιαίτερη μέριμνα
3. κριτική λεπτότητα ή τεχνική επεξεργασία
4. (κατά τον Ησύχ.) «ὄρχησις, χορεία, καιρία, παιδιὰ καὶ τὰ ὅμοια».

Greek Monotonic

σκευωρία: ἡ,
I. φροντίδα, επιμέλεια των αποσκευών· απ' όπου, γενικά, μεγάλη φροντίδα, υπερβολική φροντίδα, επαγρύπνηση, σε Αριστ.
II. τέχνασμα, δόλος, μηχανορραφία, απάτη, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

σκευωρία: ἡ, προσοχὴ ἢ φύλαξις τῶν σκευῶν, κτλ., Πολυδ. Ι΄ 15· ἀκολούθως, καθόλου, μεγάλη φροντίς, ὑπερβολικὴ μέριμνα, σκ. ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττοὺς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49, 3, κτλ.· ἡ περὶ ταῦτα σκευωρία ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 3· σκ. γίγνεται περί τι Φιλήμ. ἐν «Παρεισιόντι» 2· λεπτότης κριτικὴ ἢ τεχνικὴ ἐπεξεργασία, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25· σκ. ποιητικὴ ὁ αὐτ. π. Θουκ. 29· τεχνικὴ αὐτόθι 5. II. τέχνασμα, πανουργία, ῥᾳδιουργία, Δημ. 1272. 8, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 25, Διον. 30.

Middle Liddell

σκευωρία, ἡ,
I. attention to baggage: hence, generally, great care, excessive care, Arist.
II. fabrication, knavery, intrigue, Dem. [from σκευωρός

English (Woodhouse)

act of concocting, act of fabricating

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=προσεκτική φύλαξη τῶν ἀποσκευῶν, μεγάλη φροντίδα, πανουργία). Ἀπό τό ἐπίθ. σκευωρόςσκεῦος + ὤρα (=φροντίδα), ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις: σκευωρῶ, σκευώρημα (=ἀπάτη).