χοινικίς: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=choinikis
|Transliteration C=choinikis
|Beta Code=xoiniki/s
|Beta Code=xoiniki/s
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[nave]] of a wheel, Id.18(2).479, Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1234</span>, Sch.<span class="bibl">Il.2.104</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> a kind of [[trepan]], <span class="bibl">Cels.8.3.1</span> (acc. written <b class="b3">-εικίδα</b>), Gal. 10.448, 19.126. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[ring]] forming the stand for a crown, <span class="bibl">D.22.72</span>, <span class="bibl">24.180</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">IV</span> = [[χοῖνιξ]] 11, <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>4.30</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">V</span> [[cave in a rocky shore]], <span class="bibl">Str.12.3.11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">VI</span> [[box]] or [[socket for the hinge of a door]], IG22.1672.201, 11(2).165.11, 287<span class="title">A</span>102, al. (Delos, iii B. C.). </span><span class="sense"><span class="bld">VII</span> [[axle-box]], <span class="bibl">Hero <span class="title">Aut.</span>11.2</span>, Wilcken <span class="title">Chr.</span>176.8 (i A. D.), cf. Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[χνόαι]]. </span><span class="sense"><span class="bld">VIII</span> in torsion-engines, [[box]] or [[hub]] containing strands of gut, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>63.7</span>, <span class="bibl">60.3</span>, <span class="bibl">Hero <span class="title">Bel.</span>96.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">IX</span> = [[χνόη]] <span class="bibl">2</span>, <span class="title">Hippiatr.</span> 96.2, 117.</span>
|Definition=-ίδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[nave]] of a wheel, Id.18(2).479, Sch.E.''Hipp.''1234, Sch.Il.2.104.<br><span class="bld">II</span> a kind of [[trepan]], Cels.8.3.1 (acc. written -εικίδα), Gal. 10.448, 19.126.<br><span class="bld">III</span> [[ring]] forming the stand for a crown, D.22.72, 24.180.<br><span class="bld">IV</span> = [[χοῖνιξ]] II, App.''BC''4.30.<br><span class="bld">V</span> [[cave in a rocky shore]], Str.12.3.11.<br><span class="bld">VI</span> [[box]] or [[socket for the hinge of a door]], IG22.1672.201, 11(2).165.11, 287''A''102, al. (Delos, iii B. C.).<br><span class="bld">VII</span> [[axle-box]], Hero ''Aut.''11.2, Wilcken ''Chr.''176.8 (i A. D.), cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[χνόαι]].<br><span class="bld">VIII</span> in torsion-engines, [[box]] or [[hub]] containing strands of gut, Ph.''Bel.''63.7, 60.3, Hero ''Bel.''96.5.<br><span class="bld">IX</span> = [[χνόη]] 2, ''Hippiatr.'' 96.2, 117.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> écrou du moyeu;<br /><b>2</b> morceau de bois percé, sorte d'entrave pour les esclaves;<br /><b>3</b> cavité d'un rocher;<br /><b>4</b> cercle de fer, formant le corps d'une couronne et enveloppant la tête d'une statue;<br /><b>5</b> trépan de chirurgien.<br />'''Étymologie:''' [[χοῖνιξ]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> [[écrou du moyeu]];<br /><b>2</b> morceau de bois percé, sorte d'entrave pour les esclaves;<br /><b>3</b> [[cavité d'un rocher]];<br /><b>4</b> cercle de fer, formant le corps d'une couronne et enveloppant la tête d'une statue;<br /><b>5</b> [[trépan de chirurgien]].<br />'''Étymologie:''' [[χοῖνιξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''χοινῐκίς:''' ίδος ἡ [[χοῖνιξ]] 2] ободок, обруч (αἱ τῶν στεφάνων χοινικίδες Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σχοινικίς]], -[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> ο [[μεταλλικός]] [[σωληνίσκος]] στο [[κέντρο]] της πλήμνης τροχού άμαξας, η [[χοινίκη]]<br /><b>2.</b> ο [[γύρος]] του στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῖς χοινικίσιν [[κάτωθεν]] γεγραμμένα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] ποδοκάκκης<br /><b>4.</b> [[κοίλωμα]] ή [[θήκη]] για τη [[στρόφιγγα]] θύρας<br /><b>5.</b> (στους καταπέλτες) το [[τμήμα]] του άξονα στο οποίο περιελίσσονταν οι χορδές<br /><b>6.</b> [[είδος]] χειρουργικού εργαλείου («ἡ δὲ διὰ τῶν πριόνων τε καὶ χοινικίδων [[χειρουργία]] τοῖς νεωτέροις ώς μοχθηρὰ διαβέβληται», Παύλ. Αιγ.)<br /><b>7.</b> [[σπήλαιο]] σε βραχώδη [[ακτή]] («ῥαχιώδεις ἀκτάς, ἐχουσας καὶ κοιλάδας [[τινάς]] [[ὡσανεὶ]] βόθρους πετρίνους, οὕς καλοῦσι χοινικίδας», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ χοινικίδες</i><br />οι αρθρώσεις τών ποδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖνιξ]], <i>χοίνικος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i><br />(<b>πρβλ.</b> <i>πινακ</i>-<i>ίς</i>)].
|mltxt=και [[σχοινικίς]], -ίδος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> ο [[μεταλλικός]] [[σωληνίσκος]] στο [[κέντρο]] της πλήμνης τροχού άμαξας, η [[χοινίκη]]<br /><b>2.</b> ο [[γύρος]] του στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῖς χοινικίσιν [[κάτωθεν]] γεγραμμένα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είδος]] ποδοκάκκης<br /><b>4.</b> [[κοίλωμα]] ή [[θήκη]] για τη [[στρόφιγγα]] θύρας<br /><b>5.</b> (στους καταπέλτες) το [[τμήμα]] του άξονα στο οποίο περιελίσσονταν οι χορδές<br /><b>6.</b> [[είδος]] χειρουργικού εργαλείου («ἡ δὲ διὰ τῶν πριόνων τε καὶ χοινικίδων [[χειρουργία]] τοῖς νεωτέροις ώς μοχθηρὰ διαβέβληται», Παύλ. Αιγ.)<br /><b>7.</b> [[σπήλαιο]] σε βραχώδη [[ακτή]] («ῥαχιώδεις ἀκτάς, ἐχουσας καὶ κοιλάδας [[τινάς]] [[ὡσανεὶ]] βόθρους πετρίνους, οὕς καλοῦσι χοινικίδας», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ χοινικίδες</i><br />οι αρθρώσεις τών ποδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χοῖνιξ]], <i>χοίνικος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ις</i><br />([[πρβλ]]. [[πινακίς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χοινῐκίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[χοῖνιξ]])·<br /><b class="num">I.</b> ο [[κύκλος]] του στεφανιού, σε Δημ.
|lsmtext='''χοινῐκίς:''' -ίδος, ἡ ([[χοῖνιξ]])·<br /><b class="num">I.</b> ο [[κύκλος]] του στεφανιού, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''χοινῐκίς:''' ίδος ἡ [[χοῖνιξ]] 2] ободок, обруч (αἱ τῶν στεφάνων χοινικίδες Dem.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χοινῐκίς, ίδος, ἡ, [[χοῖνιξ]]<br />the [[circle]] of a [[crown]], Dem.
|mdlsjtxt=χοινῐκίς, ίδος, ἡ, [[χοῖνιξ]]<br />the [[circle]] of a [[crown]], Dem.
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοινικίς Medium diacritics: χοινικίς Low diacritics: χοινικίς Capitals: ΧΟΙΝΙΚΙΣ
Transliteration A: choinikís Transliteration B: choinikis Transliteration C: choinikis Beta Code: xoiniki/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A nave of a wheel, Id.18(2).479, Sch.E.Hipp.1234, Sch.Il.2.104.
II a kind of trepan, Cels.8.3.1 (acc. written -εικίδα), Gal. 10.448, 19.126.
III ring forming the stand for a crown, D.22.72, 24.180.
IV = χοῖνιξ II, App.BC4.30.
V cave in a rocky shore, Str.12.3.11.
VI box or socket for the hinge of a door, IG22.1672.201, 11(2).165.11, 287A102, al. (Delos, iii B. C.).
VII axle-box, Hero Aut.11.2, Wilcken Chr.176.8 (i A. D.), cf. Hsch. s.v. χνόαι.
VIII in torsion-engines, box or hub containing strands of gut, Ph.Bel.63.7, 60.3, Hero Bel.96.5.
IX = χνόη 2, Hippiatr. 96.2, 117.

German (Pape)

[Seite 1362] ίδος, ἡ, = χοινίκη; χοινικίδες sind eiserne Reisen, auf welchen die Krone ruht, Dem. 22, 72, wie 24, 180 ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῖς χοινικίσι κάτωθεν γεγραμμένα. – Bei Strab. 12, 3,11 Höhlen im felsigen Ufer. – Bei App. B. C. 4, 30 eine Art Fußeisen.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 écrou du moyeu;
2 morceau de bois percé, sorte d'entrave pour les esclaves;
3 cavité d'un rocher;
4 cercle de fer, formant le corps d'une couronne et enveloppant la tête d'une statue;
5 trépan de chirurgien.
Étymologie: χοῖνιξ.

Russian (Dvoretsky)

χοινῐκίς: ίδος ἡ χοῖνιξ 2] ободок, обруч (αἱ τῶν στεφάνων χοινικίδες Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

χοινῐκίς: -ίδος, ής = χοινίκη, χνόη, Γαλην. ΙΙ. χειρουργικόν τι ἐργαλεῖον, Παῦλ. Αἰγ. 6. 91· πρβλ. ὀρθοπρίων. ΙΙΙ. ὁ γῦρος τοῦ στεφάνου, Δημ. 616, 1., 756. 8. IV. = χοῖνιξ ΙΙ, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 30. V. σπήλαιον ἐν πετρώδει ἀκτῇ, Στράβ. 542.

Greek Monolingual

και σχοινικίς, -ίδος, ἡ, Α
1. ο μεταλλικός σωληνίσκος στο κέντρο της πλήμνης τροχού άμαξας, η χοινίκη
2. ο γύρος του στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῖς χοινικίσιν κάτωθεν γεγραμμένα», Δημοσθ.)
3. είδος ποδοκάκκης
4. κοίλωμα ή θήκη για τη στρόφιγγα θύρας
5. (στους καταπέλτες) το τμήμα του άξονα στο οποίο περιελίσσονταν οι χορδές
6. είδος χειρουργικού εργαλείου («ἡ δὲ διὰ τῶν πριόνων τε καὶ χοινικίδων χειρουργία τοῖς νεωτέροις ώς μοχθηρὰ διαβέβληται», Παύλ. Αιγ.)
7. σπήλαιο σε βραχώδη ακτή («ῥαχιώδεις ἀκτάς, ἐχουσας καὶ κοιλάδας τινάς ὡσανεὶ βόθρους πετρίνους, οὕς καλοῦσι χοινικίδας», Στράβ.)
8. στον πληθ. αἱ χοινικίδες
οι αρθρώσεις τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖνιξ, χοίνικος + κατάλ. -ις
(πρβλ. πινακίς)].

Greek Monotonic

χοινῐκίς: -ίδος, ἡ (χοῖνιξ
I. ο κύκλος του στεφανιού, σε Δημ.

Middle Liddell

χοινῐκίς, ίδος, ἡ, χοῖνιξ
the circle of a crown, Dem.