πάππας: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pappas
|Transliteration C=pappas
|Beta Code=pa/ppas
|Beta Code=pa/ppas
|Definition=ου, ὁ, [[papa]], child's word for [[father]]; mostly in voc., πάππα φίλε Od.6.57; χαῖρε πάππα φίλτατε Philem.42: in acc., [[πάππαν]] [[καλεῖν]] Ar.Pax120, Ec.645:—nom. πάπας, Corn.ND25, PGiss.80.3 (ii A. D.); acc. πάπαν BMus.Inscr.918 (Halic.); dat. πάπᾳ Epicur. Herc.176p.49V. (Syracusan, acc. to Eust.565.17, but [[πᾶς]] (which should prob. be [[πᾶ]], for Eust. adds ὥσπερ καὶ [[μᾶ]] [[μήτηρ]]) is Syrac. acc. to EM651.7).
|Definition=-ου, ὁ, [[papa]], child's word for [[father]]; mostly in voc., πάππα φίλε Od.6.57; χαῖρε πάππα φίλτατε Philem.42: in acc., [[πάππαν]] [[καλεῖν]] Ar.Pax120, Ec.645:—nom. πάπας, Corn.ND25, PGiss.80.3 (ii A. D.); acc. πάπαν BMus.Inscr.918 (Halic.); dat. πάπᾳ Epicur. Herc.176p.49V. (Syracusan, acc. to Eust.565.17, but [[πᾶς]] (which should prob. be [[πᾶ]], for Eust. adds ὥσπερ καὶ [[μᾶ]] [[μήτηρ]]) is Syrac. acc. to EM651.7).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάππας:''' -ου, ὁ, μπαμπάκας, [[πατερούλης]], παιδική [[λέξη]] αντί [[πατήρ]], [[πατέρας]] (όπως [[μάμμα]] για τη [[μήτηρ]]), στην κλητ.· <i>πάππᾰ</i>, <i>φίλε</i>, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ., <i>πάππαν καλεῖν</i>, όπως <i>παππάζειν</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πάππας:''' -ου, ὁ, μπαμπάκας, [[πατερούλης]], παιδική [[λέξη]] αντί [[πατήρ]], [[πατέρας]] (όπως [[μάμμα]] για τη [[μήτηρ]]), στην κλητ.· <i>πάππᾰ</i>, <i>φίλε</i>, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ., <i>πάππαν καλεῖν</i>, όπως <i>παππάζειν</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[πατέρας]]). Ἠχοποίητη λέξη ἀπό τή [[συλλαβή]] τῶν μωρῶν πά, πά.
}}
}}

Latest revision as of 09:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάππας Medium diacritics: πάππας Low diacritics: πάππας Capitals: ΠΑΠΠΑΣ
Transliteration A: páppas Transliteration B: pappas Transliteration C: pappas Beta Code: pa/ppas

English (LSJ)

-ου, ὁ, papa, child's word for father; mostly in voc., πάππα φίλε Od.6.57; χαῖρε πάππα φίλτατε Philem.42: in acc., πάππαν καλεῖν Ar.Pax120, Ec.645:—nom. πάπας, Corn.ND25, PGiss.80.3 (ii A. D.); acc. πάπαν BMus.Inscr.918 (Halic.); dat. πάπᾳ Epicur. Herc.176p.49V. (Syracusan, acc. to Eust.565.17, but πᾶς (which should prob. be πᾶ, for Eust. adds ὥσπερ καὶ μᾶ μήτηρ) is Syrac. acc. to EM651.7).

German (Pape)

[Seite 466] ὁ, Papa, dem ersten Lallen der Kinber nachgebildet; im vocat., πάππα φίλε, Od. 6, 57, wie χαῖρε, πάππα φίλτατε Philem. bei Ath. VIII, 340 e; accus., πάππαν με καλοῦσι, Ar. Pax 120, wie Eccl. 645. Vgl. ἄππα, ἄπφα, ἄττα u. μάμμα.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) ; voc. α, dat. ᾳ, acc. αν;
papa mot d'enfant.
Étymologie: DELG terme de nursery.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάππας -ου en πάππᾱ, ὁ, acc. -αν, vocat. πάππα, papa.

Russian (Dvoretsky)

πάππας: ου ὁ (voc. πάππᾰ) (на языке детей) папа, батюшка Hom., Her., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

πάππας: -ου, ὁ, λέξις τῶν παιδιων = πατήρ, (ὡς τὸ μάμμα ἀντὶ μήτηρ)· τὸ πλεῖστον ἐν κλητ. πάππα φίλε Ὀδ. Ζ. 57· χαῖρε πάππα φίλτατε Φιλήμ. ἐν «Μετιόντι» 2, πρβλ. Valck. εἰς Ἡρόδ. 4. 59· κατ’ αἰτ., πάππαν καλεῖν, ὡς τὸ παππάζειν Ἀριστοφ. Εἰρ. 120, Ἐκκλ. 645· - ὑπάρχει καὶ ὀνομ. πάπας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2664· γεν. πάπα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 7. 7· δοτ. πάπᾳ, Ἐπικούρου Ἀποσπ. 176 Usener: ὡσαύτως παπᾶς, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. σ. 143· καὶ πᾶς, Εὐστ. 565. 17, Ἐτυμ. Μέγ., κτλ.· ὅπερ πιθανῶς ἔπρεπε νὰ εἶναι πᾶ, διότι ὁ Εὐστ. προσθέτει: ὥσπερ καὶ μᾶ μήτηρ· καὶ ὁ Festus Pa pro patre. Πρβλ. ἄππα, ἀπφά, ἀπφύς, ἄττα, τέττα. 2) Πάππας ἢ Πάπας, τιμητικὴ προσωνυμία ἀπονεμομένη τοῖς ἀρχιεπισκόποις καθόλου, ἰδίως δὲ τῷ τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ τῷ τῆς Ρώμης, Ὠριγέν. Ι, 85D, ΙΙ, 995C, Γρηγ. Θεολ. 1020Α, Διον. Ἀλεξ. παρ. Εὐσ. ΙΙ, 648C, Ἄρειος παρ’ Ἐπιφαν. ΙΙ, 213Α, Ἀθαν. Ι, 353Β, 369Α, ΙΙ, 708D, Βασίλ. IV, 540Β, 541Α, 952, κλ.

English (Autenrieth)

voc. πάππα: papa, father, Od. 6.57†.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
βλ. παπάς.

Greek Monotonic

πάππας: -ου, ὁ, μπαμπάκας, πατερούλης, παιδική λέξη αντί πατήρ, πατέρας (όπως μάμμα για τη μήτηρ), στην κλητ.· πάππᾰ, φίλε, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ., πάππαν καλεῖν, όπως παππάζειν, σε Αριστοφ.

Mantoulidis Etymological

(=πατέρας). Ἠχοποίητη λέξη ἀπό τή συλλαβή τῶν μωρῶν πά, πά.