εὐετηρία: Difference between revisions

From LSJ

κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evetiria
|Transliteration C=evetiria
|Beta Code=eu)ethri/a
|Beta Code=eu)ethri/a
|Definition=ἡ, (ἔτος) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[a good season]] (for the fruits of the earth), <span class="bibl">X. <span class="title">HG</span>5.2.4</span>, etc.: in plural, <b class="b3">ἐν ταῖς εὐ</b>. <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>760b3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[thriving]], <span class="bibl">Pl. <span class="title">Smp.</span>188a</span>; of cattle, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>574a14</span>, al. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> generally, [[prosperity]], [[plenty]], <b class="b3">ἡ ἐκτὸς εὐ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">EN</span>1098b26</span>, cf. <span class="bibl">1155a8</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pol.</span>1306b11</span>, <span class="title">SIG</span> 799.16 (Cyzicus, i A. D.), etc.: personified, [[Εὐ]]. <span class="title">IG</span>12(2).262 (Mytil.), <span class="title">Ath.Mitt.</span>37.288 (Pergam., ii A. D.), etc.; as name of a trireme, <span class="title">IG</span>22.1607.6.</span>
|Definition=ἡ, ([[ἔτος]])<br><span class="bld">A</span> [[a good season]] (for the fruits of the earth), X. ''HG''5.2.4, etc.: in plural, <b class="b3">ἐν ταῖς εὐ.</b> Arist.''GA''760b3.<br><span class="bld">2</span> [[thriving]], [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 188a; of cattle, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''574a14, al.<br><span class="bld">3</span> generally, [[prosperity]], [[plenty]], <b class="b3">ἡ ἐκτὸς εὐ.</b> Id.''EN''1098b26, cf. 1155a8, ''Pol.''1306b11, ''SIG'' 799.16 (Cyzicus, i A. D.), etc.: personified, [[Εὐ]]. ''IG''12(2).262 (Mytil.), ''Ath.Mitt.''37.288 (Pergam., ii A. D.), etc.; as name of a trireme, ''IG''22.1607.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />bonne année, année de production abondante.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔτος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[bonne année]], [[année de production abondante]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔτος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐετηρία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> καλό [[έτος]], καλή [[χρονιά]], καλή [[σοδειά]] (α. «ὅτι ὁ σῑτος ἐν τῇ πόλει πολὺς εἴη, εὐετηρίας γενομένης τῷ [[πρόσθεν]] ἔτει», <b>Ξεν.</b><br />β. «τῶν δὲ προβάτων ἐὰν μὲν τὰ πρεσβύτερα ὁρμᾷ πρὸς τὴν ὀχείαν, φασὶν οἱ ποιμένες σημεῖον εὐετηρίας [[εἶναι]] τοῖς προβάτοις» — λέγουν οι ποιμένες ότι [[είναι]] [[απόδειξη]] ακμαιότητας τών προβάτων, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ευτυχία]], [[αφθονία]], [[προκοπή]]<br /><b>3.</b> (προσωποποιημένο) <i>Εὐετηρία</i><br />όνομα θεάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ετηρία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έτος]]), [[πρβλ]]. [[δεκαετηρία]], [[δυσετηρία]]].
|mltxt=[[εὐετηρία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> καλό [[έτος]], καλή [[χρονιά]], καλή [[σοδειά]] (α. «ὅτι ὁ σῖτος ἐν τῇ πόλει πολὺς εἴη, εὐετηρίας γενομένης τῷ [[πρόσθεν]] ἔτει», <b>Ξεν.</b><br />β. «τῶν δὲ προβάτων ἐὰν μὲν τὰ πρεσβύτερα ὁρμᾷ πρὸς τὴν ὀχείαν, φασὶν οἱ ποιμένες σημεῖον εὐετηρίας [[εἶναι]] τοῖς προβάτοις» — λέγουν οι ποιμένες ότι [[είναι]] [[απόδειξη]] ακμαιότητας τών προβάτων, <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[ευτυχία]], [[αφθονία]], [[προκοπή]]<br /><b>3.</b> (προσωποποιημένο) <i>Εὐετηρία</i><br />όνομα θεάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ετηρία</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έτος]]), [[πρβλ]]. [[δεκαετηρία]], [[δυσετηρία]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:30, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐετηρία Medium diacritics: εὐετηρία Low diacritics: ευετηρία Capitals: ΕΥΕΤΗΡΙΑ
Transliteration A: euetēría Transliteration B: euetēria Transliteration C: evetiria Beta Code: eu)ethri/a

English (LSJ)

ἡ, (ἔτος)
A a good season (for the fruits of the earth), X. HG5.2.4, etc.: in plural, ἐν ταῖς εὐ. Arist.GA760b3.
2 thriving, Pl.Smp. 188a; of cattle, Arist.HA574a14, al.
3 generally, prosperity, plenty, ἡ ἐκτὸς εὐ. Id.EN1098b26, cf. 1155a8, Pol.1306b11, SIG 799.16 (Cyzicus, i A. D.), etc.: personified, Εὐ. IG12(2).262 (Mytil.), Ath.Mitt.37.288 (Pergam., ii A. D.), etc.; as name of a trireme, IG22.1607.6.

German (Pape)

[Seite 1066] ἡ, ein gesegnetes Jahr, Fruchtbarkeit, Plat. Conv. 188 a; ὁ σῖτος ἐν τῇ πόλει πολὺς ἦν εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσθεν ἔτει Xen. Hell. 5, 2, 4; Folgde, wie Arist. H. A. 8, 19.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bonne année, année de production abondante.
Étymologie: εὖ, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

εὐετηρία: ἡ счастливый год, благоденствие, процветание, изобилие, хороший урожай Xen., Plat., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὐετηρία: ἡ, (ἔτος) καλὸν ἔτος, «καλὴ χρονιὰ» (διὰ τοὺς καρποὺς τῆς γῆς), ὅτι ὁ σῖτος ἐν τῇ πόλει πολὺς εἴη, εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσθεν ἔτει Ξεν. Ἑλλ. 5.2, 4, Πλάτ. Συμπ. 188Α, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., ἐν ταῖς εὐετηρίαις Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 10, 20· ἐπὶ προβάτων, τῶν δὲ προβάτων ἐὰν μὲν τὰ πρεσβύτερα ὁρμᾷ πρὸς τὴν ὀχείαν, φασὶν οἱ ποιμένες σημεῖον εὐετηρίας εἶναι τοῖς προβάτοις ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 19, 7, κ. ἀλλ. 2)καθόλου, εὐτυχία, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 1. 8, 6., 8. 1, 1, Πολιτικ. 5. 6, 17, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

εὐετηρία, ἡ (Α)
1. καλό έτος, καλή χρονιά, καλή σοδειά (α. «ὅτι ὁ σῖτος ἐν τῇ πόλει πολὺς εἴη, εὐετηρίας γενομένης τῷ πρόσθεν ἔτει», Ξεν.
β. «τῶν δὲ προβάτων ἐὰν μὲν τὰ πρεσβύτερα ὁρμᾷ πρὸς τὴν ὀχείαν, φασὶν οἱ ποιμένες σημεῖον εὐετηρίας εἶναι τοῖς προβάτοις» — λέγουν οι ποιμένες ότι είναι απόδειξη ακμαιότητας τών προβάτων, Αριστοτ.)
2. (γενικά) ευτυχία, αφθονία, προκοπή
3. (προσωποποιημένο) Εὐετηρία
όνομα θεάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ετηρία (< έτος), πρβλ. δεκαετηρία, δυσετηρία].

Greek Monotonic

εὐετηρία: ἡ (ἔτος), καλή εποχή, καλή χρονιά, καρποφορία (με αναφορά στους καρπούς της γης), σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

εὐ-ετηρία, ἡ, ἔτος
goodness of season, a good season (for the fruits of the earth), Xen., etc.