καρυκεύω: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karykeyo | |Transliteration C=karykeyo | ||
|Beta Code=karukeu/w | |Beta Code=karukeu/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[dress with rich sauce]], ἱερεῖα Ath.4.173d:—more freq. in Pass., ὄψα κεκαρυκευμένα Alex.163.6, cf. Men.462.7, Sor.1.51, Alciphr.3.53; <b class="b3">ἐς ταὐτὸν κ.</b> [[make up]] into one [[sauce]], Men.518.7: metaph., <b class="b3">κ. λόγον</b> [[season]] a story [[well]], Plu.2.55a; [ἡ ἱστορία] κ. τὰς ἀπαγγελίας τῇ ποικιλίᾳ τῶν παραδειγμάτων Agath.''Praef.''<br><span class="bld">2</span> metaph., [[embroil]], Erot. [[sub verbo|s.v.]] [[καρυκοειδέα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰρῡκεύω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''κᾰρῡκεύω:'''<br /><b class="num">1</b> [[приготовлять изысканные блюда]], [[приправлять тонкими соусами]] (τὰ ἱερεῖα Men.): τὰ κεκαρυκευμένα Men. пряные блюда;<br /><b class="num">2</b> перен. [[приправлять]], [[сдабривать]], [[приукрашивать]] (ἢ πρᾶξιν ἢ λόγον Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[καρυκεύω]]) [[καρύκη]]<br /><b>1.</b> [[προσθέτω]] στο [[φαγητό]] καρυκεύματα για να γίνει πιο νόστιμο («τὰ ἱερεῖα... ἐμαγείρευον... καὶ ἐκαρύκευον», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καρυκεύω]] τον λόγο(ν)» — [[κάνω]] τον λόγο γλαφυρότερο χρησιμοποιώντας ωραίες λέξεις ή φράσεις<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανακατώνω]], [[περιπλέκω]]. | |mltxt=(Α [[καρυκεύω]]) [[καρύκη]]<br /><b>1.</b> [[προσθέτω]] στο [[φαγητό]] καρυκεύματα για να γίνει πιο νόστιμο («τὰ ἱερεῖα... ἐμαγείρευον... καὶ ἐκαρύκευον», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[καρυκεύω]] τον λόγο(ν)» — [[κάνω]] τον λόγο γλαφυρότερο χρησιμοποιώντας ωραίες λέξεις ή φράσεις<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανακατώνω]], [[περιπλέκω]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[νοστιμεύω]]). Ἀπότό [[καρύκη]] (=πλούσια λυδική σάλτσα).<br><b>Παράγωγα:</b> [[καρύκευμα]], [[καρυκεία]], [[καρυκευτής]], [[καρυκευτός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
A dress with rich sauce, ἱερεῖα Ath.4.173d:—more freq. in Pass., ὄψα κεκαρυκευμένα Alex.163.6, cf. Men.462.7, Sor.1.51, Alciphr.3.53; ἐς ταὐτὸν κ. make up into one sauce, Men.518.7: metaph., κ. λόγον season a story well, Plu.2.55a; [ἡ ἱστορία] κ. τὰς ἀπαγγελίας τῇ ποικιλίᾳ τῶν παραδειγμάτων Agath.Praef.
2 metaph., embroil, Erot. s.v. καρυκοειδέα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1331] ein künstliches, leckerhaftes Gericht bereiten, bes. mit seiner Brühe zubereiten; Men. bei Ath. IV, 172 b; τὰ ἱερεῖα ἐμαγείρευον καὶ ἐκαρύκευον ib. 173 d; κεκαρυκευμένοις ὄψοισι καὶ ζωμοῖς Alexis bei Ath. XIV, 642 d. Übertr.,παιδιὰν ἢ πρᾶξιν ἢ λόγον ἐφ' ἡδονῇ ὀψοποιεῖν καὶ καρυκεύειν Plut. de adul. et amic. discr. 15.
French (Bailly abrégé)
accommoder délicatement en civet ou en ragoût.
Étymologie: καρύκη.
Russian (Dvoretsky)
κᾰρῡκεύω:
1 приготовлять изысканные блюда, приправлять тонкими соусами (τὰ ἱερεῖα Men.): τὰ κεκαρυκευμένα Men. пряные блюда;
2 перен. приправлять, сдабривать, приукрашивать (ἢ πρᾶξιν ἢ λόγον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρῡκεύω: ἀρτύω, ἡδύνω τὸ ἔδεσμα διὰ καρύκης, τοῖς δὲ κεκαρυκευμένοις ὄψοισι καὶ ζωμοῖσιν ἥδομ’, ὦ θεοὶ Ἄλεξ. ἐν «Ὁμοίᾳ» 1· τὰ ἱερεῖα περιτέμνοντες… ἐμαγείρευον αὐτὰ καὶ ἐκαρύκευον Ἀθήν. 173D· λοπάδα εὖ μάλα κεκαρυκευμένην Ἀλκίφρων 3. 53· ἐς ταυτὸν καρυκεύειν, μέλι, σεμίδαλιν, ᾠὰ Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1· μεταφ., ἀεί τινα παιδιὰν ἢ πρᾶξιν ἢ λόγον ἐφ’ ἡδονὴν καὶ πρὸς ἡδονὴν ὀψοποιεῖν καὶ καρυκεύειν Πλούτ. 2. 55Α· - Παθ., τὰ κεκαρυκευμένα Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 7. 2) μεταφ. ὡς τὸ Λατ. miscere res, συνταράσσω, ἀναδεύω, Ἡσύχ., ἐν λ. καρύκη, ὅστις ὡσαύτως ἀναφέρει καὶ τὸν τύπον καρυκάζω.
Greek Monolingual
(Α καρυκεύω) καρύκη
1. προσθέτω στο φαγητό καρυκεύματα για να γίνει πιο νόστιμο («τὰ ἱερεῖα... ἐμαγείρευον... καὶ ἐκαρύκευον», Αθήν.)
2. φρ. «καρυκεύω τον λόγο(ν)» — κάνω τον λόγο γλαφυρότερο χρησιμοποιώντας ωραίες λέξεις ή φράσεις
αρχ.
ανακατώνω, περιπλέκω.
Mantoulidis Etymological
(=νοστιμεύω). Ἀπότό καρύκη (=πλούσια λυδική σάλτσα).
Παράγωγα: καρύκευμα, καρυκεία, καρυκευτής, καρυκευτός.