ἀντιπαθής: Difference between revisions
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antipathis | |Transliteration C=antipathis | ||
|Beta Code=a)ntipaqh/s | |Beta Code=a)ntipaqh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀντιπαθές,<br><span class="bld">A</span> [[in return for suffering]], A.Eu.782; [[felt mutually]], ἡδονή Luc.Am.27.<br><span class="bld">2</span> [[of opposite feelings]] or [[of opposite properties]], δύναμις Plu.2.664c; φύσιν ἔχειν ἀ. πρός τι ib.940a. Adv. [[ἀντιπαθῶς]] = [[of opposite properties]] Gp.5.11.4, Alex.Trall.8.2.<br><span class="bld">3</span> in Metric, of [[opposed]] [[rhythm]]s, Sch. Heph.p.122C.,al.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[ἀντιπαθές]], τό, [[remedy for suffering]], Plu.Ant.45, cf. [[ἀντίτομον]]· [[φάρμακον]] ἀντιπαθές, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; [[λίθος]] ἀντιπαθὴς καλούμενος Ps.-Plu.Fluv.21.5:—name of a [[black]] kind of [[coral]], Dsc.5.122. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui a des sentiments <i>ou</i> des propriétés contraires à, opposé à;<br /><b>2</b> efficace contre la | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[qui a des sentiments]] <i>ou</i> des propriétés contraires à, opposé à;<br /><b>2</b> [[efficace contre la souffrance]] : τὸ ἀντιπαθές PLUT remède contre la souffrance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πάθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀντιπᾰθής:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀντιπᾰθής:'''<br /><b class="num">1</b> [[взаимно ощущаемый]] (ἡδοναί Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[имеющий противоположные свойства]] ([[φύσις]] Plut.);<br /><b class="num">3</b> [[направленный в противоположную сторону]] ([[δύναμις]] Plut.).<br />οῦ ὁ [[антипат]] (камень, которому приписывались целебные свойства против ряда кожных болезней) Plut. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:04, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀντιπαθές,
A in return for suffering, A.Eu.782; felt mutually, ἡδονή Luc.Am.27.
2 of opposite feelings or of opposite properties, δύναμις Plu.2.664c; φύσιν ἔχειν ἀ. πρός τι ib.940a. Adv. ἀντιπαθῶς = of opposite properties Gp.5.11.4, Alex.Trall.8.2.
3 in Metric, of opposed rhythms, Sch. Heph.p.122C.,al.
II Subst. ἀντιπαθές, τό, remedy for suffering, Plu.Ant.45, cf. ἀντίτομον· φάρμακον ἀντιπαθές, Hsch.; λίθος ἀντιπαθὴς καλούμενος Ps.-Plu.Fluv.21.5:—name of a black kind of coral, Dsc.5.122.
Spanish (DGE)
-ές
I que procura una sensación recíproca ἡδοναί Luc.Am.27.
II 1incompatible, opuesto en cuanto a naturaleza o comportamiento ἀρεταί Archyt.Fr.Sp.8 (2, p.120), cf. Bolus (= Ps.Democr.) B 300.7, δύναμις Plu.2.664c, πρὸς τὸν ἥλιον ἀ. φύσιν ἔχειν Plu.2.940a, cf. Ath.Al.Inc.44.42
•en métr. del yambo y el troqueo, Sch.Heph.p.122.
2 de pers. inclinado a oponerse, pendenciero Chrys.M.62.235.
3 subst. τὸ ἀντιπαθές = remedio, antídoto Plu.Ant.45, Philum.Ven.14 tít., cf. ἀντίτομον· φάρμακον ἀντιπαθές Hsch.
•como n. de una piedra con poder preventivo λίθος ἀντιπαθὴς καλούμενος Ctes.73, de cierto coral con igual característica τὸ καλούμενον δὲ ἀντιπαθὲς κουράλιον Dsc.5.122
•tb. del coral preventivo contra encantamientos Plin.HN 37.145
•o de un filtro de tal característica, Laeu.27.2.
III adv. ἀντιπαθῶς = obrar en forma opuesta ἀ. ἔχουσαν πρὸς τὸ πάθος Alex.Trall.2.377.23, Gp.5.11.4.
German (Pape)
[Seite 256] ές (πάθος), von entgegengesetzter Beschaffenheit od. Neigung, entgegengesetzt, κραδιᾶς σταλαγμός, vergeltend, Aesch. Eum. 753; τὸ ἀντιπαθές, Gegenwirkung, Plut. Ant. 45; φύσις ἀντ. πρός τι, entgegengesetzt wirkende Beschaffenheit, Fac. orb. lnn. 25.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui a des sentiments ou des propriétés contraires à, opposé à;
2 efficace contre la souffrance : τὸ ἀντιπαθές PLUT remède contre la souffrance.
Étymologie: ἀντί, πάθος.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπᾰθής:
1 взаимно ощущаемый (ἡδοναί Luc.);
2 имеющий противоположные свойства (φύσις Plut.);
3 направленный в противоположную сторону (δύναμις Plut.).
οῦ ὁ антипат (камень, которому приписывались целебные свойства против ряда кожных болезней) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπαθής: -ές, (πάθος) ὁ ανταποδίδων πάθημα διὰ πάθημα, Αἰσχ. Εὐμ. 782, (ἀλλὰ νῦν ἀναγινώσκεται ἀντιπενθὴς ἐξ ἀρίστων χειρογράφων)· ὁ παρέχων ἀμοιβαῖον αἴσθημα, τῶν ἡδονῶν τὰς ἀντιπαθεῖς μεταδιωκτέον, τὰς προξενούσας ἀμοιβαίαν τέρψιν, Λουκ. Ἔρωτ. 27. 2) ὁ ἔχων ἐναντίας διαθέσεις ἢ ἰδιότητας, δύναμις Πλούτ. 2. 664C· φύσιν ἔχειν ἀντ. πρός τι αὐτόθι 940Α: ― Ἐπίρρ. -θῶς Γεωπ. 5. 11, 4. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀντιπαθές, τό, ἀντιφάρμακον διὰ πάθημα, Πλουτ. Ἀντών. 45: ὡσαύτως «ἀντιπάθιον», τὸ Ἡσύχ.: ― ἀντιπαθὲς ὠνομάζετο καὶ μέλαν τι εἶδος κοραλλίου: «ἔστι δὲ τῇ μὲν χρόα μέλαν, δενδρίζον δὲ καὶ αὐτὸ καὶ ὀζῶδες μᾶλλον· δύναμιν δὲ ἔχει τὴν αὐτὴν τῷ κοραλλίῳ» Διοσκ. 5. 140.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀντιπαθής, -ές)
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί αντιπάθεια, αντιπαθητικός
αρχ.
1. αυτός που ανταποδίδει πάθημα με πάθημα
2. αυτός που προξενεί αμοιβαίο αίσθημα ή ευχαρίστηση
3. εκείνος που έχει αντίθετες διαθέσεις ή ιδιότητες
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀντιπαθές
α) το αντιφάρμακο για πάθημα
β) είδος μαύρου κοραλλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + -παθής < έπαθον, αόρ. β' του πάσχω (πρβλ. ομοιοπαθής συμπαθής κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἀντιπᾰθής: -ές (πάθος),
I. αυτός που έρχεται ως ανταπόδοση στις συμφορές, σε Αισχύλ.· αμοιβαίο συναίσθημα, σε Λουκ.
II. ως ουσ., ἀντιπαθές, τό, γιατρειά της δυστυχίας, σε Πλούτ.
Middle Liddell
πάθος
I. in return for suffering, Aesch.: felt mutually, Luc.
II. as substantive, ἀντιπαθές, a remedy for suffering, Plut.