ἁψιμαχία: Difference between revisions
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
(CSV import) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apsimachia | |Transliteration C=apsimachia | ||
|Beta Code=a(yimaxi/a | |Beta Code=a(yimaxi/a | ||
|Definition=ἡ, [[skirmishing]], | |Definition=ἡ, [[skirmishing]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.29, Plu.''Brut.''39, al.: metaph., [[altercation]], ῥητόρων Aeschin.2.176, cf. Hyp(?).''Oxy.''1607.1i26, Plb.5.49.5, Plu.''Lyc.''2, ''PPetr.''3p.104: pl., ἁ. χειρῶν [[personal encounters]], D.H.6.22; <b class="b3">λόγων τε καὶ ἔργων</b> ib.34. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> milit. [[escaramuza]] ἐγγενομένης ἁψιμαχίας D.S.20.29, ἐμπεσούσης ... ἐκ τῶν τοιούτων ἁψιμαχιῶν φιλονεικίας D.H.3.52, cf. 5.38, ([[Βροῦτος]]) τοὺς ... ἱππεῖς ὁρῶν ἐν ... ταῖς ἁψιμαχίαις εὐημεροῦντας καὶ κρατοῦντας Plu.<i>Brut</i>.39.<br /><b class="num">2</b> [[disputa]], [[altercado]], [[reyerta]] en sent. fís. <i>PPetr</i>.2.4.4.3 (III a.C.), ἐν τῇ ἁψιμαχίᾳ ἀπολέσαι με ἱμάτιον <i>PTeb</i>.802.17 (II a.C.), χειρῶν ἁψιμαχίαι D.H.6.22, διερύκων γὰρ ἁψιμαχίαν τινά, μαγειρικῇ κοπίδι πληγεὶς ἀπέθανε Plu.<i>Lyc</i>.2, cf. D.H.6.34 (v. <i>infra</i>), <i>POxy</i>.1831.8 (V d.C.), <i>Gr.Shorthand Man</i>.346<br /><b class="num">•</b>en sent. verbal [[discusión]] ἐκ τῆς τῶν ῥητόρων ἁψιμαχίας εἰς φρουρὰν τῆς πόλεως Aeschin.2.176, εὐχαὶ γὰρ ἐχθρῶν εἰσιν αἱ φίλων | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> milit. [[escaramuza]] ἐγγενομένης ἁψιμαχίας [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.29, ἐμπεσούσης ... ἐκ τῶν τοιούτων ἁψιμαχιῶν φιλονεικίας D.H.3.52, cf. 5.38, ([[Βροῦτος]]) τοὺς ... ἱππεῖς ὁρῶν ἐν ... ταῖς ἁψιμαχίαις εὐημεροῦντας καὶ κρατοῦντας Plu.<i>Brut</i>.39.<br /><b class="num">2</b> [[disputa]], [[altercado]], [[reyerta]] en sent. fís. <i>PPetr</i>.2.4.4.3 (III a.C.), ἐν τῇ ἁψιμαχίᾳ ἀπολέσαι με ἱμάτιον <i>PTeb</i>.802.17 (II a.C.), χειρῶν ἁψιμαχίαι D.H.6.22, διερύκων γὰρ ἁψιμαχίαν τινά, μαγειρικῇ κοπίδι πληγεὶς ἀπέθανε Plu.<i>Lyc</i>.2, cf. D.H.6.34 (v. <i>infra</i>), <i>POxy</i>.1831.8 (V d.C.), <i>Gr.Shorthand Man</i>.346<br /><b class="num">•</b>en sent. verbal [[discusión]] ἐκ τῆς τῶν ῥητόρων ἁψιμαχίας εἰς φρουρὰν τῆς πόλεως Aeschin.2.176, εὐχαὶ γὰρ ἐχθρῶν εἰσιν αἱ φίλων μάχαι· χαίρουσι γὰρ βλέποντες <εἰς> ἁψιμαχίας Men.<i>Comp</i>.1.182, cf. <i>PKöln</i> 186.25 (II a.C.), Luc.<i>Am</i>.10, μόλις κατέπαυσε τὴν ἁψιμαχίαν Plb.5.49.5, ἐν ἁψιμαχίαις λόγων τε καὶ ἔργων D.H.6.34, μὴ καὶ ἁ. αὐτοῖς ... συμβῇ D.C.53.32.1, ἀεὶ πρὸς αὐτοὺς μεθ' ἁψιμαχίας λέγοντα D.C.63.9.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />escarmouche ; <i>en gén.</i> dispute, querelle.<br />'''Étymologie:''' [[ἅπτω]]¹, [[μάχη]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />escarmouche ; <i>en gén.</i> [[dispute]], [[querelle]].<br />'''Étymologie:''' [[ἅπτω]]¹, [[μάχη]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἁψιμαχία:''' ἡ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἁψιμαχία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[стычка]], [[столкновение]], [[перестрелка]], Polyb., Plut., Diod.;<br /><b class="num">2</b> перен. [[перепалка]], [[перебранка]] Plut., Luc. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 07:53, 27 March 2024
English (LSJ)
ἡ, skirmishing, D.S.20.29, Plu.Brut.39, al.: metaph., altercation, ῥητόρων Aeschin.2.176, cf. Hyp(?).Oxy.1607.1i26, Plb.5.49.5, Plu.Lyc.2, PPetr.3p.104: pl., ἁ. χειρῶν personal encounters, D.H.6.22; λόγων τε καὶ ἔργων ib.34.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 milit. escaramuza ἐγγενομένης ἁψιμαχίας D.S.20.29, ἐμπεσούσης ... ἐκ τῶν τοιούτων ἁψιμαχιῶν φιλονεικίας D.H.3.52, cf. 5.38, (Βροῦτος) τοὺς ... ἱππεῖς ὁρῶν ἐν ... ταῖς ἁψιμαχίαις εὐημεροῦντας καὶ κρατοῦντας Plu.Brut.39.
2 disputa, altercado, reyerta en sent. fís. PPetr.2.4.4.3 (III a.C.), ἐν τῇ ἁψιμαχίᾳ ἀπολέσαι με ἱμάτιον PTeb.802.17 (II a.C.), χειρῶν ἁψιμαχίαι D.H.6.22, διερύκων γὰρ ἁψιμαχίαν τινά, μαγειρικῇ κοπίδι πληγεὶς ἀπέθανε Plu.Lyc.2, cf. D.H.6.34 (v. infra), POxy.1831.8 (V d.C.), Gr.Shorthand Man.346
•en sent. verbal discusión ἐκ τῆς τῶν ῥητόρων ἁψιμαχίας εἰς φρουρὰν τῆς πόλεως Aeschin.2.176, εὐχαὶ γὰρ ἐχθρῶν εἰσιν αἱ φίλων μάχαι· χαίρουσι γὰρ βλέποντες <εἰς> ἁψιμαχίας Men.Comp.1.182, cf. PKöln 186.25 (II a.C.), Luc.Am.10, μόλις κατέπαυσε τὴν ἁψιμαχίαν Plb.5.49.5, ἐν ἁψιμαχίαις λόγων τε καὶ ἔργων D.H.6.34, μὴ καὶ ἁ. αὐτοῖς ... συμβῇ D.C.53.32.1, ἀεὶ πρὸς αὐτοὺς μεθ' ἁψιμαχίας λέγοντα D.C.63.9.2.
German (Pape)
[Seite 421] ἡ, der Streit, Pol. 5, 49; das Geplänkel vor der eigtl. Schlacht, Plut. Lyc. 2; Dion. Hal. 1, 79; χειρῶν, Faustkampf, 6, 22; übertr., ῥητόρων Aesch. 2, 176; vgl. Luc. Amor. 10.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
escarmouche ; en gén. dispute, querelle.
Étymologie: ἅπτω¹, μάχη.
Russian (Dvoretsky)
ἁψιμαχία: ἡ
1 стычка, столкновение, перестрелка, Polyb., Plut., Diod.;
2 перен. перепалка, перебранка Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἁψῐμᾰχία: ἡ, τὸ ἁψιμαχεῖν, ἀκροβολισμός, Πολύβ. 5. 49, 5, Διόδ. 20. 29· - μεταφ., ῥητόρων Αἰσχίν. 51. 37· ἁψιμ. χειρῶν, πυγμαχία, Διον. Ἁλ. 6. 22.
Greek Monolingual
η (AM ἁψιμαχία)
1. μικρή συμπλοκή πριν αρχίσει η κύρια μάχη
2. ανταλλαγή βολών ανάμεσα σε αντίπαλα τμήματα
3. ανταλλαγή εριστικών φράσεων μεταξύ ανθρώπων που διαφωνούν, φιλονικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αψι- (< άπτω) + -μαχία < -μαχος < μάχομαι (πρβλ. μονομαχία, ναυμαχία, συμμαχία κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἁψῐμᾰχία: ἡ, αψιμαχία, ακροβολισμός, σε Αισχίν.
Middle Liddell
[from ἁψίμαχος
a skirmishing, Aeschin.
Mantoulidis Etymological
(=ἀκροβολισμός). Σύνθετο ἀπό τό ἅπτομαι + μάχη. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἅπτω.