εὐπρόσιτος: Difference between revisions
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
m (Text replacement - "<span class="ggns">• Adv.</span>" to "<b class="num">• Adv.</b>") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efprositos | |Transliteration C=efprositos | ||
|Beta Code=eu)pro/sitos | |Beta Code=eu)pro/sitos | ||
|Definition= | |Definition=εὐπρόσιτον,<br><span class="bld">A</span> [[easy of access]], of places, Str.12.3.11, Luc.''VH''2.44.<br><span class="bld">2</span> of persons, [[accessible]], [[affable]], [[agreeable]], Gal.''Anim.Pass.''8, Alex.Aphr.''in Top.'' 531.21, Man.5.288, ''Gp.''2.44.2. Adv. [[εὐπροσίτως]] Poll.5.139. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />accessible.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πρόσειμι]]². | |btext=ος, ον :<br />[[accessible]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πρόσειμι]]². | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[leicht]] [[zugänglich]]</i>, [[χωρίον]] Strab. XII.545; [[νῆσος]] Luc. <i>V.H</i>. 2.44; πράγματα, <i>[[wovor]] man sich nicht fürchtet</i>, Aesop.<br><b class="num">• Adv.</b>, Poll. 5.139, = εὐπροσηγόρως. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=εὐ-πρόσῐτος, ον<br />[[easy]] of [[access]], of places, Luc. | |mdlsjtxt=εὐ-πρόσῐτος, ον<br />[[easy]] of [[access]], of places, Luc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐπρόσιτον,
A easy of access, of places, Str.12.3.11, Luc.VH2.44.
2 of persons, accessible, affable, agreeable, Gal.Anim.Pass.8, Alex.Aphr.in Top. 531.21, Man.5.288, Gp.2.44.2. Adv. εὐπροσίτως Poll.5.139.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
accessible.
Étymologie: εὖ, πρόσειμι².
German (Pape)
leicht zugänglich, χωρίον Strab. XII.545; νῆσος Luc. V.H. 2.44; πράγματα, wovor man sich nicht fürchtet, Aesop.
• Adv., Poll. 5.139, = εὐπροσηγόρως.
Russian (Dvoretsky)
εὐπρόσῐτος: легко доступный (νῆσος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπρόσῐτος: -ον, ἐπὶ τόπου, εἰς ὃν εὐκόλως πλησιάζει τις, «εὐκολοπλησίαστος», Στράβ. 545. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 44. 2) ἐπὶ προσώπων, εὐπρόσοδος, εὐπροσήγορος, Ἐκκλ.· εὐάρεστος, εὐχάριστος ἄνθρωπος, Μανέθων 5. 288· εὐπρόσδεκτος, Θεόδ. Στουδ. σ 315Β, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐπρόσιτος, -ον)
1. (για τόπους) αυτός που γίνεται εύκολα προσιτός, αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί να πλησιάσει κάποιος
2. (για πρόσ.) καταδεκτικός, ευπροσήγορος
μσν.-αρχ.
ευάρεστος, ευχάριστος.
επίρρ...
εὐπροσίτως (Α)
με ευπροσήγορο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ-ιτός (πρβλ. α-πρόσ-ιτος, δυσ-πρόσ-ιτος)].
Greek Monotonic
εὐπρόσῐτος: -ον, ευκολοπλησίαστος, λέγεται για τόπους, σε Λουκ.