πρεσβυτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
mNo edit summary
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=πρεσβϋτικός
|Full diacritics=πρεσβυτικός
|Medium diacritics=πρεσβυτικός
|Medium diacritics=πρεσβυτικός
|Low diacritics=πρεσβυτικός
|Low diacritics=πρεσβυτικός
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=presvytikos
|Transliteration C=presvytikos
|Beta Code=presbu+tiko/s
|Beta Code=presbu+tiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[like an old man]], [[elderly]], ὄχλος <span class="bibl">Ar. <span class="title">Pl.</span>787</span>; <b class="b3">κακὰ π</b>. the evils [[of age]], ib.<span class="bibl">270</span>, cf. <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>2.34</span> (vulg. [[πρεσβυτιδίου]]) ; ἕλκη Dsc.<span class="title">Eup.</span>1.172; ἄδουσαι μέλος π. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>278</span>; παιδιά <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>685a</span>; οἱ στρυφνοὶ καὶ π. <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1158a2</span>; ἀρχαῖον λίαν καὶ π. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Fab.</span>25</span>: Comp., εἴ τι περιεργότερον καὶ πρεσβυτικώτερον εἰρήκαμεν <span class="bibl">Isoc.<span class="title">Ep.</span>4.13</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Plu.<span class="title">Thes.</span>14</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">πρεσβυτικόν, τό,</b> [[hall of the elders]], [[senate-house]], Milet.7.60 (Didyma), <span class="title">Sardis</span>7(1).8.72.</span>
|Definition=πρεσβυτική, πρεσβυτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[like an old man]], [[elderly]], ὄχλος Ar. ''Pl.''787; <b class="b3">κακὰ π.</b> the evils [[of age]], ib.270, cf. Ael.''VH''2.34 (vulg. [[πρεσβυτιδίου]]); ἕλκη Dsc.''Eup.''1.172; ἄδουσαι μέλος π. Ar.''Ec.''278; παιδιά [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''685a; οἱ στρυφνοὶ καὶ π. [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1158a2; ἀρχαῖον λίαν καὶ π. Plu.''Fab.''25: Comp., εἴ τι περιεργότερον καὶ πρεσβυτικώτερον εἰρήκαμεν Isoc.''Ep.''4.13. Adv. [[πρεσβυτικῶς]] Plu.''Thes.''14.<br><span class="bld">II</span> [[πρεσβυτικόν]], τό, [[hall of the elders]], [[senate house]], Milet.7.60 (Didyma), ''Sardis''7(1).8.72.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0699.png Seite 699]] greisenhaft, alt; Ar. Plut. 270. 787; Plat. Legg. III, 685 a; oft bei Luc. u. Plut.; auch adv. πρεσβυτικῶς, Plut. Thes. 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0699.png Seite 699]] [[greisenhaft]], alt; Ar. Plut. 270. 787; Plat. Legg. III, 685 a; oft bei Luc. u. Plut.; auch adv. πρεσβυτικῶς, Plut. Thes. 14.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne les vieillards, <i>d'où</i><br /><b>1</b> [[de vieillard]];<br /><b>2</b> composé de vieillards <i>en parl. d'une foule</i>;<br /><b>II.</b> vieux, ancien.<br />'''Étymologie:''' [[πρεσβύτης]].
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> [[qui concerne les vieillards]], <i>d'où</i><br /><b>1</b> [[de vieillard]];<br /><b>2</b> [[composé de vieillards]] <i>en parl. d'une foule</i>;<br /><b>II.</b> [[vieux]], [[ancien]].<br />'''Étymologie:''' [[πρεσβύτης]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρεσβυτικός --όν [πρέσβυς] van een oude man:; μέλος πρεσβυτικόν τι een soort oudemannenlied Aristoph. Eccl. 278; ὄχλος... πρεσβυτικός een bende oude mannen Aristoph. Pl. 787; oud:; ἐν δὲ τοῖς στρυφνοῖς καὶ πρεσβυτικοῖς onder knorrige oude mannen Aristot. EN 1158a2; συμπλέκεσθαι πρὸς Ἀννίβαν ἀρχαῖον ἡγεῖτο λίαν καὶ πρεσβυτικόν de strijd aanbinden met Hannibal vond hij te achterhaald en goed voor bejaarden Plut. Fab. 25.1; adv.. πρεσβυτικῶς op respectvolle wijze Plut. Thes. 14.2.
|elnltext=πρεσβυτικός -ή -όν [πρέσβυς] [[van een oude man]]:; μέλος πρεσβυτικόν τι een soort oudemannenlied Aristoph. Eccl. 278; ὄχλος... πρεσβυτικός een bende oude mannen Aristoph. Pl. 787; oud:; ἐν δὲ τοῖς στρυφνοῖς καὶ πρεσβυτικοῖς onder knorrige oude mannen Aristot. EN 1158a2; συμπλέκεσθαι πρὸς Ἀννίβαν ἀρχαῖον ἡγεῖτο λίαν καὶ πρεσβυτικόν de strijd aanbinden met Hannibal vond hij te achterhaald en goed voor bejaarden Plut. Fab. 25.1; adv.. πρεσβυτικῶς op respectvolle wijze Plut. Thes. 14.2.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρεσβῡτικός:''' -ή, -όν,·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που μοιάζει με μεγάλο άνθρωπο, ηλικιωμένος, Λατ. [[senilis]], [[ὄχλος]], σε Αριστοφ.· <i>κακὰ πρεσβυτικά</i>, τα [[κακά]] της προχωρημένης ηλικίας, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απαρχαιωμένος, αρχαΐζων, στον ίδ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''πρεσβῡτικός:''' -ή, -όν,·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που μοιάζει με μεγάλο άνθρωπο, ηλικιωμένος, Λατ. [[senilis]], [[ὄχλος]], σε Αριστοφ.· <i>κακὰ πρεσβυτικά</i>, τα [[κακά]] της προχωρημένης ηλικίας, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απαρχαιωμένος, αρχαΐζων, στον ίδ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:51, 1 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρεσβυτικός Medium diacritics: πρεσβυτικός Low diacritics: πρεσβυτικός Capitals: ΠΡΕΣΒΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: presbytikós Transliteration B: presbytikos Transliteration C: presvytikos Beta Code: presbu+tiko/s

English (LSJ)

πρεσβυτική, πρεσβυτικόν,
A like an old man, elderly, ὄχλος Ar. Pl.787; κακὰ π. the evils of age, ib.270, cf. Ael.VH2.34 (vulg. πρεσβυτιδίου); ἕλκη Dsc.Eup.1.172; ἄδουσαι μέλος π. Ar.Ec.278; παιδιά Pl.Lg.685a; οἱ στρυφνοὶ καὶ π. Arist.EN1158a2; ἀρχαῖον λίαν καὶ π. Plu.Fab.25: Comp., εἴ τι περιεργότερον καὶ πρεσβυτικώτερον εἰρήκαμεν Isoc.Ep.4.13. Adv. πρεσβυτικῶς Plu.Thes.14.
II πρεσβυτικόν, τό, hall of the elders, senate house, Milet.7.60 (Didyma), Sardis7(1).8.72.

German (Pape)

[Seite 699] greisenhaft, alt; Ar. Plut. 270. 787; Plat. Legg. III, 685 a; oft bei Luc. u. Plut.; auch adv. πρεσβυτικῶς, Plut. Thes. 14.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. qui concerne les vieillards, d'où
1 de vieillard;
2 composé de vieillards en parl. d'une foule;
II. vieux, ancien.
Étymologie: πρεσβύτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρεσβυτικός -ή -όν [πρέσβυς] van een oude man:; μέλος πρεσβυτικόν τι een soort oudemannenlied Aristoph. Eccl. 278; ὄχλος... πρεσβυτικός een bende oude mannen Aristoph. Pl. 787; oud:; ἐν δὲ τοῖς στρυφνοῖς καὶ πρεσβυτικοῖς onder knorrige oude mannen Aristot. EN 1158a2; συμπλέκεσθαι πρὸς Ἀννίβαν ἀρχαῖον ἡγεῖτο λίαν καὶ πρεσβυτικόν de strijd aanbinden met Hannibal vond hij te achterhaald en goed voor bejaarden Plut. Fab. 25.1; adv.. πρεσβυτικῶς op respectvolle wijze Plut. Thes. 14.2.

Russian (Dvoretsky)

πρεσβῡτικός:
1 свойственный старости, старческий, стариковский (κακόν Plat.);
2 старый, старинный, древний (ἀρχαῖος καὶ π. Plut.);
3 состоящий из стариков (ὄχλος Arph.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / πρεσβυτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πρεσβύτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρεσβύτη, γεροντικός (α. «πρεσβυτική άνοια» β. «πρεσβυτικῶν κακῶν» — τα κακά της πρεσβυτικής ηλικίας, Αριστοφ.)
αρχ.
1. απαρχαιωμένος, παλιός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρεσβυτικόν
οίκημα, ίδρυμα στο οποίο συνέρχονταν οι γερουσιαστές.
επίρρ...
πρεσβυτικώς / πρεσβυτικῶς ΝΜΑ
κατά τρόπο πρεσβυτικό.

Greek Monotonic

πρεσβῡτικός: -ή, -όν,·
1. αυτός που μοιάζει με μεγάλο άνθρωπο, ηλικιωμένος, Λατ. senilis, ὄχλος, σε Αριστοφ.· κακὰ πρεσβυτικά, τα κακά της προχωρημένης ηλικίας, στον ίδ.
2. απαρχαιωμένος, αρχαΐζων, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

πρεσβῡτικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς πρεσβύτην, ἀνήκων εἰς πρεσβύτην, γεροντικός, Λατ. senilis, ὄχλος Ἀριστοφ. Πλ. 787· κακὰ πρ., τὰ κακὰ τῆς πρεσβυτικῆς ἡλικίας, αὐτόθι 270, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 34 (ἔνθα κοινῶς πρεσβυτιδίου) πρ. παιδιὰ Πλάτ. Νόμ. 685Α, κτλ.· οἱ στρυφνοὶ καὶ πρ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 6, 1. 2) ἀπηρχαιωμένος, ἀρχαϊκός, ᾄδειν πρ. τι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 278· περιεργότερον καὶ πρ. Ἰσοκρ. 416Α· ἀρχαῖον λίαν καὶ πρ. Πλουτ. Φάβ. 25. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλουτ. Θησ. 14.

Middle Liddell

πρεσβῡτικός, ή, όν [from πρεσβῦτις
1. like an old man, elderly, Lat. senilis, ὄχλος Ar.; κακὰ πρ. the evils of age, Ar.
2. old-fashioned, antiquated, Ar.:—adv. -κῶς, Plut.

English (Woodhouse)

of an old man, of the old

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)