ψελλός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psellos
|Transliteration C=psellos
|Beta Code=yello/s
|Beta Code=yello/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[faltering in speech]], like a child; distinguished from [[τραυλός]] (lisping), <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>492b32</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pr.</span>902b22</span>; <b class="b3">τὸ ψ</b>. prob. in Phld.<span class="title">Rh.</span>2.206S.; <b class="b3">ἡ ψελλὴ οὐ πιττεύω</b> (i. e. [[πιστεύω]]) Suid., <span class="title">App.Prov.</span>3.17. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass. of words, [[inarticulate]], [[obscure]], [[unintelligible]], <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span> 816</span>; ψελλόν ἐστι καὶ καλεῖ τὴν ἄρκτον ἄρτον <span class="title">Com.Adesp.</span>393.</span>
|Definition=ψελλή, ψελλόν,<br><span class="bld">A</span> [[faltering in speech]], like a child; distinguished from [[τραυλός]] (lisping), [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''492b32, ''Pr.''902b22; <b class="b3">τὸ ψ.</b> prob. in Phld.''Rh.''2.206S.; <b class="b3">ἡ ψελλὴ οὐ πιττεύω</b> (i.e. [[πιστεύω]]) Suid., ''App.Prov.''3.17.<br><span class="bld">II</span> Pass. of words, [[inarticulate]], [[obscure]], [[unintelligible]], [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]'' 816; ψελλόν ἐστι καὶ καλεῖ τὴν ἄρκτον ἄρτον ''Com.Adesp.''393.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui prononce mal certains sons]];<br /><b>2</b> mal articulé, obscur, inintelligible.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée.
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui prononce mal certains sons]];<br /><b>2</b> [[mal articulé]], [[obscur]], [[inintelligible]].<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ψελλός --όν brabbelend, onduidelijk.
|elnltext=ψελλός -ή -όν brabbelend, onduidelijk.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ψελλός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />αυτός που δυσκολεύεται στην [[άρθρωση]] τών λέξεων<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με παθ. σημ.</b>) (για λέξεις) [[ασαφής]], [[ακατάληπτος]], [[σκοτεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό επίθ., ο [[σχηματισμός]] του οποίου οφείλεται σε [[ονοματοποιία]]. Το [[επίθημα]] -<i>λο</i>-<i>ς</i> του επιθ. απαντά και σε άλλα επίθ. δηλωτικά ασθένειας, αδυναμίας ([[πρβλ]]. <i>τραυ</i>-<i>λός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[ψελλός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />αυτός που δυσκολεύεται στην [[άρθρωση]] τών λέξεων<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με παθ. σημ.</b>) (για λέξεις) [[ασαφής]], [[ακατάληπτος]], [[σκοτεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό επίθ., ο [[σχηματισμός]] του οποίου οφείλεται σε [[ονοματοποιία]]. Το [[επίθημα]] -<i>λο</i>-<i>ς</i> του επιθ. απαντά και σε άλλα επίθ. δηλωτικά ασθένειας, αδυναμίας ([[πρβλ]]. [[τραυλός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 09:10, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψελλός Medium diacritics: ψελλός Low diacritics: ψελλός Capitals: ΨΕΛΛΟΣ
Transliteration A: psellós Transliteration B: psellos Transliteration C: psellos Beta Code: yello/s

English (LSJ)

ψελλή, ψελλόν,
A faltering in speech, like a child; distinguished from τραυλός (lisping), Arist.HA492b32, Pr.902b22; τὸ ψ. prob. in Phld.Rh.2.206S.; ἡ ψελλὴ οὐ πιττεύω (i.e. πιστεύω) Suid., App.Prov.3.17.
II Pass. of words, inarticulate, obscure, unintelligible, A.Pr. 816; ψελλόν ἐστι καὶ καλεῖ τὴν ἄρκτον ἄρτον Com.Adesp.393.

German (Pape)

[Seite 1393] (von ψέω, ψάω, wie τραυλός von θραύω), lallend, stammelnd, stotternd, lispelnd, καὶ τραυλός Arist. H. A. 1, 11; bes. wer einen Buchstaben nicht aussprechen kann, oder wie die Kinder Sylben ausläßt, wie z. B. bei Ar. fr. 536 ein ψελλὸς ἄρτος u. σῦκα statt ἄρκτος u. ἄστυ ausspricht. Vgl. Arist. probl. 11, 30. – Dah. überh. = undeutlich aussprechend, unverständlich, Aesch. Prom. 818 neben δυσεύρετος.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui prononce mal certains sons;
2 mal articulé, obscur, inintelligible.
Étymologie: DELG onomatopée.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψελλός -ή -όν brabbelend, onduidelijk.

Russian (Dvoretsky)

ψελλός:
1 страдающий расстройством речи, невнятно произносящий, косноязычный Arph., Arst., Plut.;
2 темный, непонятный, неясный (ψελλόν τι καὶ δυσεύρετον Aesch.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / ψελλός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός που δυσκολεύεται στην άρθρωση τών λέξεων
αρχ.
(με παθ. σημ.) (για λέξεις) ασαφής, ακατάληπτος, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό επίθ., ο σχηματισμός του οποίου οφείλεται σε ονοματοποιία. Το επίθημα -λο-ς του επιθ. απαντά και σε άλλα επίθ. δηλωτικά ασθένειας, αδυναμίας (πρβλ. τραυλός)].

Greek Monotonic

ψελλός: -ή, -όν,
I. αυτός που δεν μπορεί να προφέρει συγκεκριμένα γράμματα ή συλλαβές, τραυλός, ψευδός, σε Αριστ.
II. Παθ., λέγεται για λέξεις, ακατανόητος, σκοτεινός, δυσνόητος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

ψελλός: -ή, -όν, ὁ σφαλλόμενος ἐν τῷ προφέρειν τὰς λέξεις, μὴ δυνάμενος νὰ προφέρῃ γράμματά τινα ἢ συλλαβὰς καὶ παραλείπων αὐτὰ ὡς τὰ παιδία· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ τραυλὸς (ὁ προφέρων πλημμελῶς γράμμα τι), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 11, Προβλ. 11. 30, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 536, ἴδε ψελλίζω. ΙΙ. παθ. ἐπὶ λέξεων, ἄναρθρος, σκοτεινὸς, ἀδιανόητος, τῶν δ’ εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον Αἰσχύλ Προμ. 816.

Middle Liddell

ψελλός, ή, όν
I. unable to pronounce certain letters, Arist.
II. pass. of words, inarticulate, obscure, Aesch.

Frisk Etymology German

ψελλός: {psellós}
Meaning: unartikuliert, mangelhaft sprechend, wie ein Kind (Arist., Kom. Adesp. u.a.), unverständlich, von Worten (A. Pr. 816).
Composita: auch m. κατα-, παρα-, συν- u.a., unartikuliert, mangelhaft sprechen (Pl., Arist., hell. u. sp. Prosa) mit -ισμός m., -ισμα n. (sp.).
Derivative: Davon ψελλότης f. unartikulierte Sprache (Arist., Plu.); -ίζομαι (Med. wie φθέγγομαι, εὔχομαι usw.). sp. auch -ίζω,
Etymology: Lautnachahmend mit volkstümlichexpressiver Gemination; zur Bildung vgl. τραυλός (s.d.)
Page 2,1132

English (Woodhouse)

dark, difficult to understand, hard to understand, not understood

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)