ὑπόχαλκος: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypochalkos
|Transliteration C=ypochalkos
|Beta Code=u(po/xalkos
|Beta Code=u(po/xalkos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[containing a mixture of copper]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>415b</span>; κανοῦν χρυσοῦν ὑπόχαλκον [[bronze gilt]], IG22.1407.21; <b class="b3">ὑπόχαλκον δέ σου τὸ χρυσίον</b> <span class="title">Com.Adesp.</span> (?) ap.Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ὑπόχαλκον]]: metaph., Plu.2.1b, 65a: cf. [[ὑπάργυρος]], etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[sounding like copper]], ὑ. ἠχὼ φέρειν <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>3.8</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[of a copper colour]], <b class="b3">ζῷον ὑπόχαλκον τὴν μορφήν</b> (''[[sc.]]'' the [[οἶστρος]] or [[μύωψ]]) Sch.<span class="bibl">Od.22.299</span>.</span>
|Definition=ὑπόχαλκον,<br><span class="bld">A</span> [[containing a mixture of copper]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 415b; κανοῦν χρυσοῦν ὑπόχαλκον [[bronze gilt]], IG22.1407.21; <b class="b3">ὑπόχαλκον δέ σου τὸ χρυσίον</b> ''Com.Adesp.'' (?) ap.Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ὑπόχαλκον]]: metaph., Plu.2.1b, 65a: cf. [[ὑπάργυρος]], etc.<br><span class="bld">2</span> [[sounding like copper]], ὑ. ἠχὼ φέρειν Philostr.''VA''3.8.<br><span class="bld">3</span> [[of a copper colour]], <b class="b3">ζῷον ὑπόχαλκον τὴν μορφήν</b> (''[[sc.]]'' the [[οἶστρος]] or [[μύωψ]]) Sch.Od.22.299.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui renferme du cuivre ; <i>fig.</i> falsifié, faux, trompeur.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χαλκός]].
|btext=ος, ον :<br />qui renferme du cuivre ; <i>fig.</i> [[falsifié]], [[faux]], [[trompeur]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χαλκός]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που ηχεί όπως ο [[χαλκός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει χαλκό, που έχει στο εσωτερικό του χαλκό<br /><b>2.</b> (για [[νόμισμα]]) [[κίβδηλος]], [[ψεύτικος]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του χαλκού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χαλκός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐπί</i>-<i>χαλκος</i>)].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που ηχεί όπως ο [[χαλκός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που περιέχει χαλκό, που έχει στο εσωτερικό του χαλκό<br /><b>2.</b> (για [[νόμισμα]]) [[κίβδηλος]], [[ψεύτικος]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του χαλκού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χαλκός]] ([[πρβλ]]. [[ἐπίχαλκος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόχαλκος Medium diacritics: ὑπόχαλκος Low diacritics: υπόχαλκος Capitals: ΥΠΟΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: hypóchalkos Transliteration B: hypochalkos Transliteration C: ypochalkos Beta Code: u(po/xalkos

English (LSJ)

ὑπόχαλκον,
A containing a mixture of copper, Pl.R. 415b; κανοῦν χρυσοῦν ὑπόχαλκον bronze gilt, IG22.1407.21; ὑπόχαλκον δέ σου τὸ χρυσίον Com.Adesp. (?) ap.Suid. s.v. ὑπόχαλκον: metaph., Plu.2.1b, 65a: cf. ὑπάργυρος, etc.
2 sounding like copper, ὑ. ἠχὼ φέρειν Philostr.VA3.8.
3 of a copper colour, ζῷον ὑπόχαλκον τὴν μορφήν (sc. the οἶστρος or μύωψ) Sch.Od.22.299.

German (Pape)

[Seite 1239] unten von Kupfer, Plat. Rep. III, 415 b; bes. von Münzen, die von Kupfer u. versilbert oder vergoldet sind, dah. übh. unächt, verfälscht, Plut. ed. lib. 2, mit κίβδηλος verbunden.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui renferme du cuivre ; fig. falsifié, faux, trompeur.
Étymologie: ὑπό, χαλκός.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόχαλκος:
1 снизу или внутри медный Plat.;
2 поддельный, притворный, мнимый (φίλος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόχαλκος: -ον, ὁ περιέχων χαλκόν, συγκεκραμένος μετὰ χαλκοῦ, Πλάτ. Πολ. 415Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 20 μεταφ., Πλούτ. 2. 1Β, 65Α· πρβλ. ὑπάργυρος, ὑποσίδηρος, ὑπόχρυσος. 2) ὁ ἠχῶν ὡς χαλκός, ὑπ. ἠχὼ φέρειν Φιλόστρ. 100. 3) ὁ ἔχων χρῶμα χαλκοῦ, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Χ. 299. ― Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπόχαλκον δέ σου τὸ χρυσίον, ἀντὶ τοῦ μίξιμον, παρακεκομμένον τὸ νόμισμα, παραχαράξιμον».

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που ηχεί όπως ο χαλκός
αρχ.
1. αυτός που περιέχει χαλκό, που έχει στο εσωτερικό του χαλκό
2. (για νόμισμα) κίβδηλος, ψεύτικος
3. αυτός που έχει το χρώμα του χαλκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χαλκός (πρβλ. ἐπίχαλκος)].

Greek Monotonic

ὑπόχαλκος: -ον, αυτός που περιέχει μείγμα χαλκού, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὑπό-χαλκος, ον,
containing a mixture of copper, Plat.