εὐτραφής: Difference between revisions
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eftrafis | |Transliteration C=eftrafis | ||
|Beta Code=eu)trafh/s | |Beta Code=eu)trafh/s | ||
|Definition= | |Definition=εὐτραφές, ([[τρέφω]])<br><span class="bld">A</span> [[well-fed]], [[thriving]], [[fat]], Hp.Aër.12, E. ''Med.''920, ''IT''304, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''546a15, etc.; [[large]], [[well-grown]], of peppercorns, Gal.6.270 (Sup.); [[luxuriant]], of [[hair]]-[[growth]], Id.1.326 (Sup.); [[τὸ εὐτραφές]] = [[εὐτροφία]], Polyaen.7.36. Adv. [[εὐτραφῶς]], Ion. [[εὐτραφέως]], [[εὐτραφῶς ἔχειν]] = to [[be fat]], Hp.''Septim.''8, cf.Philostr.''VS''2.1.7.<br><span class="bld">II</span> Act., [[nourishing]], ὕδωρ A.''Th.''308 (Sup., lyr.); γάλα Id.''Ch.''898, Philostr.''VA''3.9; [[varia lectio|v.l.]] in [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 1.18.1. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 22:10, 24 November 2023
English (LSJ)
εὐτραφές, (τρέφω)
A well-fed, thriving, fat, Hp.Aër.12, E. Med.920, IT304, Arist.HA546a15, etc.; large, well-grown, of peppercorns, Gal.6.270 (Sup.); luxuriant, of hair-growth, Id.1.326 (Sup.); τὸ εὐτραφές = εὐτροφία, Polyaen.7.36. Adv. εὐτραφῶς, Ion. εὐτραφέως, εὐτραφῶς ἔχειν = to be fat, Hp.Septim.8, cf.Philostr.VS2.1.7.
II Act., nourishing, ὕδωρ A.Th.308 (Sup., lyr.); γάλα Id.Ch.898, Philostr.VA3.9; v.l. in Thphr. CP 1.18.1.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 bien nourri, gras, fort;
2 nourrissant;
Cp. εὐτραφέστερος, Sp. εὐτραφέστατος.
Étymologie: εὖ, τρέφω.
German (Pape)
ές,
1 wohl genährt, fett, Hippocr.; Plat. Legg. VIII.835d; Arist.; Pol. 31.3.12; auch • adv., εὐτραφέως ἔχειν Hippocr. – Bei Eur. Med. 920 ist es = wohl erzogen, I.T. 304 = stark und rüstig.
2 gut nährend, nahrhaft, γάλα Aesch. Ch. 855. Vgl. εὐτρεφής.
Russian (Dvoretsky)
εὐτρᾰφής:
1 хорошо упитанный, откормленный (ὖς Arst.);
2 полный сил, цветущий (ξένοι Eur.; νέοι μὲν νέαι τε Plat.);
3 хорошо воспитанный (παῖδες Eur.);
4 питательный (γάλα Aesch.);
5 питающий, живительный (ὕδωρ Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐτρᾰφής: -ές, (τρέφω) καλῶς τεθραμμένος, ἀκμαῖος, εὔσωμος, παχύς, Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Εὐρ. Μήδ. 920, Ι. Τ. 304, Πλάτ. Νόμ. 835D, Ἀριστ., κλ., πρβλ. εὐτρεφής· - τὸ εὐτραφές, = εὐτροφία, Πολύαιν. 7. 36· - Ἰων. Ἐπίρρ. εὐτραφέως ἔχω, εἶμαι εὐτραφής, Ἱππ. 257. 5. ΙΙ. ἐνεργ., θρεπτικός, ὕδωρ Αἰσχύλ. Θήβ. 308· γάλα ἐν Χο. 898.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐτραφής, -ές)
καλοθρεμμένος, εύσαρκος, παχύς, εύσωμος, σωματώδης, γεμάτος
αρχ.
1. αυτός που έχει γρήγορη αύξηση ή ανάπτυξη
2. ενεργ. αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτραφές
η ευτροφία.
επίρρ...
ευτραφώς (ΑΜ εὐτραφῶς, Α και ιων. τ. εὐτραφέως)
με ευτραφή τρόπο, σε κατάσταση ευτραφούς
αρχ.
φρ. «εὐτραφέως έχω» — είμαι ευτραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τραφής (< ετράφην του ρ. τρέφω), πρβλ. διοτραφής, μουσοτραφής].
Greek Monotonic
εὐτρᾰφής: -ές (τρέφω),
I. καλοθρεμμένος, καλοαναπτυγμένος, εύσωμος, παχύς, σε Ευρ. κ.λπ.
II. Ενεργ., θρεπτικός, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
εὐ-τρᾰφής, ές τρέφω
I. well-fed, well-grown, thriving, fat, Eur., etc.
II. act. nourishing, Aesch.
English (Woodhouse)
brawny, fat, plump, stout, well-grown, in fit condition, well grown, well-nurtured