ἔτειος: Difference between revisions
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eteios | |Transliteration C=eteios | ||
|Beta Code=e)/teios | |Beta Code=e)/teios | ||
|Definition=α, ον (ος, ον | |Definition=α, ον (ος, ον E.''Fr.''330 ([[si vera lectio|s.v.l.]])), ([[ἔτος]])<br><span class="bld">A</span> [[yearly]], [[annual]], ἄεθλα Pi.''I.''4(3).67; δασμός E.''Rh.''435; [[of the year]], ὧραι [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Odoribus'' 68; μεταλλαγαί E.''Fr.''330 (prob.); <b class="b3">ἐτεία, ἡ,</b> [[yearly board of officials]] or [[the term of such a board]], ''SIG''559.45 (Magn. Mae., iii B. C., but Arc.): neut. pl. [[ἔτεια]], as adverb, Lyc.721.<br><span class="bld">2</span> [[lasting a year]], φρουρά A.''Ag.''2.<br><span class="bld">II</span> [[of one year]], [[yearling]], [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''5.14; βρέφος Poll.2.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:54, 7 November 2024
English (LSJ)
α, ον (ος, ον E.Fr.330 (s.v.l.)), (ἔτος)
A yearly, annual, ἄεθλα Pi.I.4(3).67; δασμός E.Rh.435; of the year, ὧραι Thphr. De Odoribus 68; μεταλλαγαί E.Fr.330 (prob.); ἐτεία, ἡ, yearly board of officials or the term of such a board, SIG559.45 (Magn. Mae., iii B. C., but Arc.): neut. pl. ἔτεια, as adverb, Lyc.721.
2 lasting a year, φρουρά A.Ag.2.
II of one year, yearling, X.Cyn.5.14; βρέφος Poll.2.8.
German (Pape)
[Seite 1047] jährlich, ein Jahr lang; ἀέθλων Pind. I. 3, 85; φρουρᾶς ἐτείας μῆκος Aesch. Ag. 2; ἔτειον δασμὸν φέρειν Eur. Rhes. 435; selten in Prosa, von Hafen, Xen. Cyn. 5, 14; βρέφος Poll. 2, 8; – ἔτεια, adv., Lycophr. 721.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
annuel, de chaque année.
Étymologie: ἐτεός.
Russian (Dvoretsky)
ἔτειος:
1 годичный, ежегодный (ἄεθλα Pind.; δασμός Eur.);
2 длящийся год, годовой (φρουρά Aesch.);
3 годовалый (λάγιον Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔτειος: -α, -ον, (ἔτος) ἐτήσιος, ἀπὸ ἔτους εἰς ἔτος, Λατ. annuus, ἄεθλα Πινδ. Ι. 4. 114· φρουρὰ Αἰσχύλ. Ἀγ. 2· δασμὸς Εὐριπ. Ρῆσ. 435· πρβλ. ἐπέτειος: - ἔτεια ὡς ἐπίρρ., Λυκόφρ. 721. ΙΙ. ἑνὸς ἔτους, Ξεν. Κύρ. 5. 14, πρβλ. Valck Diatr. σ. 6.
English (Slater)
ἔτειος yearly καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται (I. 4.67)
Greek Monolingual
ἔτειος, -εία, -ον και -ος, -ον (Α)
1. ετήσιος, αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κάθε χρόνο ή μια φορά τον χρόνο (α. «ἔτεια ἄεθλα» β. «ἔτειος δασμός»)
2. ετήσιος, αυτός που διαρκεί ένα έτος («φρουρᾱς ἐτείας μῆκος», Αισχύλ.)
3. ηλικίας ενός έτους («βρέφος έτειον»)
4. αυτός που ανήκει στο έτος ή συμπεριλαμβάνεται σε αυτό (α. «ἔτειοι Ὧραι» β. «ἔτειαι μεταλλαγαί»)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐτεία
α) συμβούλιο αξιωματούχων με ετήσια θητεία
β) η θητεία του συμβουλίου
5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἔτεια
κατά τη διάρκεια της θητείας του συμβουλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεσ- (θ. του έτος) -ιος (πρβλ. κήδειος < κήδος, έλειος < έλος). Από τη φράση επ' έτος προήλθε το «σύνθετο εκ συναρπαγής» επέτειος].
Greek Monotonic
ἔτειος: -α, -ον (ἔτος),
I. ετήσιος, από έτος σε έτος, Λατ. annuus, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. ο ενός έτους, μονοετής, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἔτειος, ον ἔτος
I. yearly, from year to year, Lat. annuus, Aesch., Eur.
II. of one year, yearling, Xen.