κιμβεία: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
m (Text replacement - "σμικρολογία, φειδωλία, χήλευμα;" to "σμικρολογία, φειδωλία;") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kimveia | |Transliteration C=kimveia | ||
|Beta Code=kimbei/a | |Beta Code=kimbei/a | ||
|Definition=ἡ, [[stinginess]], | |Definition=ἡ, [[stinginess]], Arist.''VV'' 1251b5, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (where for [[σκιφία]] read [[σκνιφία]]):—prob. [[falsa lectio|f.l.]] for κιμβ-ικεία or κιμβ-ικία, cf. Phot. and Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[κίμβικα]], Arist. l. c. ap.Stob.3.1.194. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, stinginess, Arist.VV 1251b5, Hsch. (where for σκιφία read σκνιφία):—prob. f.l. for κιμβ-ικεία or κιμβ-ικία, cf. Phot. and Suid. s.v. κίμβικα, Arist. l. c. ap.Stob.3.1.194.
German (Pape)
[Seite 1438] ἡ, = κιμβικεία, bei Arist. de virt. et vit. z. E. neben αἰσχροκερδία u. φειδωλία genannt, von kleinlicher Knauserigkeit.
Russian (Dvoretsky)
κιμβεία: ἡ болезненная скупость, скаредность, жадность Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κιμβεία: ἡ, φειδωλία, φιλαργυρία, μικρολογία, γλισχρότης, Ἀριστ. π. Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 3· ὁ ἀνάλογος τύπος θὰ ἦτο κιμβικεία (καὶ τοῦτον πιθανῶς ἐνόουν ὁ Φώτ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. κίμβικα) ἢ κιμβικία, (κατὰ τὸ Λεξικὸν Seguer., ἔνθα ἀντὶ σφηκία ἀνάγνωθι σκνιφία).
Greek Monolingual
κιμβεία, ἡ (Α)
η τσιγγουνιά, η φιλαργυρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιμβ- (του κίμβιξ) + επίθημα -εία (πρβλ. ανδρεία, υγιεία)].
Translations
stinginess
Azerbaijani: simiclik; Breton: tostoni; Dutch: gierigheid; Faroese: gírni; French: radinerie; Georgian: ხელმოჭერილობა, სიძუნწე; German: Geiz, Knauserei; Greek: τσιγκουνιά, καρμιριά, σφιχτοχεριά, σπαγκιά, ματζιριά; Ancient Greek: ἀκρίβεια, ἀκριβείη, ἀκριβολογία, ἀμεταδοσία, ἀνελευθερία, ἀνελευθεριότης, γλισχρία, γλισχρότης, εὐτέλεια, εὐτελείη, εὐτελίη, κιμβεία, κιμβικεία, κιμβικία, κινάβρα, κνιπεία, μικροδοσία, μικρολογία, σμικρολογία, φειδωλία; Irish: péisteánacht, cinnteacht, cruacht, ceacharthacht, sprionlaitheacht, gortaíl, cruáil, cruálacht, cruas, caillteacht, gannchúis, stinsireacht, neoid; Italian: taccagneria, tirchieria, avarizia, grettezza, pitoccheria, spilorceria; Latin: avaritia; Norwegian: gjerrighet; Romanian: avariție, zgârcenie, parcimonie; Russian: жадность, скупость; Slovene: skopušnost; Spanish: tacañería; Tagalog: kakulpitan, kakuriputan; Turkish: cimrilik