χάλασις: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chalasis | |Transliteration C=chalasis | ||
|Beta Code=xa/lasis | |Beta Code=xa/lasis | ||
|Definition=[χᾰ], χαλάσεως, ἡ, < | |Definition=[χᾰ], χαλάσεως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[slackening]], [[loosening]], of [[bandage]]s, Hp. ''Fract.''10 (pl.); τῇ χ. τε καὶ ἀνέσει [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 590b; [[relaxation]], τοῦ ῥοώδους χαλάσεως δεομένου Gal.''Sect.Intr.''7; <b class="b3">τῶν στεγνῶν</b> ib.6; but <b class="b3">χ. νόσου</b> [[remission]], opp. [[ἐπίδοσις]], Id.19.190.<br><span class="bld">2</span> [[free play]] of the parts of a whole, Plot.4.4.45; τῇ χαλάσει εἰδοποιηθῆναι Dam.''Pr.'' 47.<br><span class="bld">3</span> [[lowering]] by means of [[pulley]]s, κιόνων University of Egypt, Faculty of Arts Bulletin 3(2).58. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:20, 25 August 2023
English (LSJ)
[χᾰ], χαλάσεως, ἡ,
A slackening, loosening, of bandages, Hp. Fract.10 (pl.); τῇ χ. τε καὶ ἀνέσει Pl.R. 590b; relaxation, τοῦ ῥοώδους χαλάσεως δεομένου Gal.Sect.Intr.7; τῶν στεγνῶν ib.6; but χ. νόσου remission, opp. ἐπίδοσις, Id.19.190.
2 free play of the parts of a whole, Plot.4.4.45; τῇ χαλάσει εἰδοποιηθῆναι Dam.Pr. 47.
3 lowering by means of pulleys, κιόνων University of Egypt, Faculty of Arts Bulletin 3(2).58.
German (Pape)
[Seite 1326] χαλάσεως, ἡ, das Nachlassen, Loslassen, καὶ ἄνεσις Plat. Rep. IX, 590 b; – dah. das Abspannen, Erschlaffen, Schlaffwerden; ἄρθρων, Verrenkung, Diosc.; – Erweiterung einer zusammengezogenen Öffnung, id.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. 1 action de relâcher, relâchement;
2 action d'écarter, d'entrouvrir;
II. action de se relâcher, relâchement.
Étymologie: χαλάω.
Russian (Dvoretsky)
χάλᾰσις: χαλάσεως (χᾰ) ἡ расслабленность (χ. καὶ ἄνεσις Plat.).
Greek Monolingual
η / χάλασις, χαλάσεως, ΝΑ χαλῶ
χαλάρωση, ξέσφιγμα, λασκάρισμα, λύσιμο
νεοελλ.
1. ελάττωση του τόνου, της σύστασης ή της ελαστικότητας ενός ιστού ή οργάνου (α. «χάλαση του δέρματος» β. «χάλαση του μυός» γ. «χάλαση του πέους»)
αρχ.
1. (για παθολογικές εκκρίσεις) μείωση
2. (γενικά για νόσο) ύφεση
3. έλλειψη συνοχής τών μερών ενός όλου
4. καταβίβαση αντικειμένου με τη χρήση τροχαλίας
5. φρ. «χάλασις τῶν πόρων» — διάνοιξη τών πόρων του σώματος (Γαλ.).
Greek (Liddell-Scott)
χάλᾰσις: χαλάσεως, ἡ, χαλάρωσις, ἐπὶ ἐπιδέσμων, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 759· τῇ χ. τε καὶ ἀνέσει Πλάτ. Πολ. 590Β· χ. τῶν ἄρθρων Μοσχίων περὶ Γυν. Παθ. σ. 23· χ. τῶν πόρων, χαλάρωσις, ἄνοιξις τῶν πόρων, Γαλην.· ἐπὶ τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. 1. 85.
Greek Monotonic
χάλᾰσις: χαλάσεως [χᾰ], ἡ (χαλάω), χαλάρωση, χαλάρωμα, σε Πλάτ.