χάλιξ: Difference between revisions
Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chaliks | |Transliteration C=chaliks | ||
|Beta Code=xa/lic | |Beta Code=xa/lic | ||
|Definition=[ᾰ], ῐκος, ὁ and ἡ, < | |Definition=[ᾰ], ῐκος, ὁ and ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[small stone]], [[pebble]], in plural, Arist.''Fr.''213; ἐστρωμένη χάλιξιν ὁδός Luc.''Trag.''226.<br><span class="bld">2</span> freq. as collect. in sg., [[gravel]], [[rubble]], used in building, Th.1.93, ''PCair.Zen.''760 (iii B. C.), ''PPetr.''3p.290 (iii B. C.), Plu.''Cim.''13; <b class="b3">τῇ χ. καταμείξαντες τὴν ἀμμοκονίαν</b>, so as to make [[concrete]], Str.5.4.6: pl., [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''839; <b class="b3">χ. σιδηραῖ</b> dub. sens. in ''IG''12.314.44. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:05, 21 September 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ῐκος, ὁ and ἡ,
A small stone, pebble, in plural, Arist.Fr.213; ἐστρωμένη χάλιξιν ὁδός Luc.Trag.226.
2 freq. as collect. in sg., gravel, rubble, used in building, Th.1.93, PCair.Zen.760 (iii B. C.), PPetr.3p.290 (iii B. C.), Plu.Cim.13; τῇ χ. καταμείξαντες τὴν ἀμμοκονίαν, so as to make concrete, Str.5.4.6: pl., Ar.Av.839; χ. σιδηραῖ dub. sens. in IG12.314.44.
German (Pape)
[Seite 1328] ικος, ὁ, ἡ, kleiner Stein, Kies, Schutt zum Ausfüllen, auch der Feldstein zum Bauen, behauener Mauerstein; Ar. Av. 839; Thuc. 1, 93; ἐστρωμένην χάλιξιν εἰσέβην ὁδόν Luc. Tragodop. 255; vgl. Plut. Cim. 13; Kalkstein, ungebrannter Kalk, vgl. κάχληξ, calx.
French (Bailly abrégé)
ικος (ὁ, ἡ)
1 petite pierre, caillou;
2 moellon;
3 chaux, pierre à chaux.
Étymologie: DELG étym. obscure.
Russian (Dvoretsky)
χάλιξ: ῐκος (χᾰ) ὁ и ἡ тж. pl. мелкий (битый) камень, щебень, бут Thuc., Arph., Arst., Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
χάλιξ: [ᾰ], ῐκος, ὁ καὶ ἡ, ἐν τῷ πληθ. χάλικες, χαλίκια, Ἀριστ. Ἀποσπ. 205· ἐστρωμένη χάλιξιν ὁδὸς Λουκ. Τραγωδοπ. 225, πρβλ. Πλούτ. 2. 690Ε, κλπ. 2) συχνάκις ὡς περιληπτικὸν ἐν τῷ ἑνικῷ, «χαλίκια», «λιθάρια», Λατ. caementum, χρήσιμα ἐν τῇ τοιχοδομίᾳ, Θουκ. 1. 93, Πλουτ. Κίμ. 13· τῇ χ. καταμίξαντες τὴν ἀμμοκονία, ὥστε νὰ σχηματίσωσιν ἓν συμπαγὲς ὅλον, Στράβ. 245· οὕτω καὶ ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. Ὄρν. 839. (Πρβλ. Λατ. calx, calcutus ἴδε Curt. Et. Gr. σ. 417.)
Greek Monolingual
-ικος, ὁ, ἡ, ΜΑ
χαλίκι (α. «χάλικας παραφόρει, πηλὸν ἀπαδὺς ὄργασον», Αριστοφ.
β. «ἐστρωμένην χάλιξιν... ὁδόν», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει επίθημα -ιξ (πρβλ. ελιξ, κύλιξ). Ο τ. συνδέεται με το λατ. calx, -cis «ασβέστης», το οποίο, κατά μία άποψη, είναι δάνειο από την Ελληνική, αν και, κατ' άλλους, φαίνεται εξίσου πιθανό οι δύο τ. να είναι παρλλ. δάνεια από κάποια μεσογειακή γλώσσα. Σύμφωνα με μια παλαιότερη υπόθεση, που δεν θεωρείται πια πιθανή, η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα sk(h)l- της ΙΕ ρίζας sk(h)el- «σχίζω, κόβω, σπάζω» (πρβλ. σκάλλω, λατ. silex, -icis «χαλίκι»). Τέλος, κατ' άλλη άποψη, που επίσης δεν θεωρείται ικανοποιητική, η λ. είναι ανατολ. προέλευσης και συνδέεται με έναν σουμεριακό τ. kalga (πρβλ. τη γρφ. KΑL. GΑ «δυνατός») και το ακκαδ. kalakku με υποθετική σημ. «ασβέστης»].
Greek Monotonic
χάλιξ: [ᾰ], -ῐκος, ὁ και ἡ,
1. μικρή πέτρα, χαλίκι, στον πληθ., σε Λουκ. κ.λπ.
2. συνεκδοχικά στον ενικ., χαλίκια, λιθαράκια που χρησιμοποιούνται στην τοιχοδομία, σε Θουκ.· ομοίως και στον πληθ., σε Αριστοφ.
Middle Liddell
χᾰ́λιξ, ῐκος,
1. a small stone, pebble, in plural, Luc., etc.
2. as collect. in sg., gravel, rubble, used in building, Thuc.; so also in plural, Ar.
Frisk Etymology German
χάλιξ: -ικος
{kháliks}
Grammar: m. f. (zum Genus vgl. λίθος)
Meaning: ‘kleiner Stein, Kies, Schutt zum Auffüllen, Mörtel z. Steinbau’ (Th., Ar., att. Inschr., Arist., hell. Inschr. u. Pap., Str. u.a.)
Derivative: mit χαλικώδης schuttähnlich (Thphr.), -ώματα n. pl. Schutt und Mörtel, Steinmörtel = lat. caementa (Gloss.).
Etymology: Bildung wie κύλιξ, ἄλιξ, ῥῆνιξ u.a. (vgl. Chantraine Form. 382). Ohne überzeugende Etymologie. Die allg. Ähnlichkeit mit lat. silex Kiesel, mir. scellec Fels,aksl.russ. skólьka Muschel u.a. reicht nicht aus, um eine idg. Etymologie glaubhaft zu machen mit Anschluß an sqel- spalten (s. Lit. bei Bq). Eher entlehnt, s. Loicq Ant. class. 29, 30ff. m. Kritik früherer Erklärungen; auch W.-Hofmann s. 2. calx gegen die Anknüpfung an sumer. kalga Kalk, babyl. kalakku (Weidner Glotta 4, 303). — Lat. LW calx ‘Spielstein, Kalk(stein)’, woraus ahd. kalch, nhd. Kalk usw.
Page 2,1068
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
-ικος (πληθ.=χαλίκια). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Translations
Afrikaans: spoelklippie, kiesel; Albanian: çakëll, hakëll; Arabic: حَصَاة; Egyptian Arabic: حصوة; Hijazi Arabic: حَصْوة; Aromanian: chitritseauã; Brunei Malay: batu; Bulgarian: гладко камъче; Catalan: còdol, mac; Chinese Cantonese: 石仔; Mandarin: 礫石, 砾石, 石子, 卵石, 鵝卵石, 鹅卵石; Classical Nahuatl: ātōyātetl; Czech: oblázek; Danish: ral; Dutch: kiezel; Esperanto: ŝtoneto; Estonian: veeris; Finnish: pikkukivi; Franco-Provençal: calyou; French: galet, caillou; Galician: seixo, pelouro, louro, callau, sento, radego, brello, candollo, xógara, salavedro, coio, rebo; Georgian: კენჭი; German: Stein, Steinchen, Kiesel, Kieselstein; Ancient Greek: ψῆφος, χάλιξ; Hebrew: חַלּוּק; Hindi: पथ्थर; Hungarian: kavics; Icelandic: steinn; Ido: stono, stoneto; Indonesian: kerikil; Irish: méaróg; Italian: ciottolo; Japanese: 小石; Kazakh: жұмыр тас; Korean: 자갈; Kurdish Central Kurdish: زیخ; Northern Kurdish: zixir; Latgalian: ūļs, akmisteņš; Latin: calculus, lapillus; Latvian: olis; Luxembourgish: Wak, Kiselsteen; Macedonian: камче; Maltese: ċagħqa; Navajo: tséʼáwózí; Norman: galet, galot; Norwegian Bokmål: småstein, småsten; Nynorsk: småstein; Persian: سنگریزه, ریگ; Polish: kamyk, kamyczek; Portuguese: seixo, pedregulho, pedrinha; Romanian: pietricică, pietriș, prundiș; Russian: галька; Scottish Gaelic: dèideag; Slovak: okruhliak; Spanish: guijarro, canto pelado, canto rodado, china; Swedish: småsten; Tagalog: mikbato; Tajik: шағал; Thai: กรวด; Turkish: çakıl; Ukrainian: галька; Welsh: carreg gron; Yiddish: שטײנד