ὑψίπεδος: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypsipedos
|Transliteration C=ypsipedos
|Beta Code=u(yi/pedos
|Beta Code=u(yi/pedos
|Definition=ον, [[with high ground]], [[high-placed]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>1.31</span>.
|Definition=ὑψίπεδον, [[with high ground]], [[high-placed]], Pi.''I.''1.31.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 12:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπεδος Medium diacritics: ὑψίπεδος Low diacritics: υψίπεδος Capitals: ΥΨΙΠΕΔΟΣ
Transliteration A: hypsípedos Transliteration B: hypsipedos Transliteration C: ypsipedos Beta Code: u(yi/pedos

English (LSJ)

ὑψίπεδον, with high ground, high-placed, Pi.I.1.31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au sol élevé, situé sur une hauteur.
Étymologie: ὕψι, πέδον.

German (Pape)

mit hohem Boden, hochgelegen, ἕδος Pind. I. 1.31.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίπεδος: высоко расположенный (Θεράπνας ἕδος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίπεδος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν ἔδαφος, ὑψηλὰ κείμενος, Πινδ. Ι. 42.

English (Slater)

ὑψῐπεδος high above the plain Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος (I. 1.31)

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑψίπεδος, -ον, ΝΜΑ
(για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υψίπεδο- επίπεδη, σχετικά, ορεινή περιοχή που βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο και κατ' επέκταση εκτεταμένο οροπέδιο (α. «το υψίπεδο του Θιβέτ» β. «τα υψίπεδα του Γκολάν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + -πεδος (< πέδον), πρβλ. πλατύπεδος].

Greek Monotonic

ὑψίπεδος: -ον, αυτός που έχει υψηλό έδαφος, αυτός που βρίσκεται ψηλά, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὑψί-πεδος, ον,
with high ground, high-placed, Pind.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὕψι + πέδον τοῦ πούς, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.