αὐθήμερος: Difference between revisions
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=afthimeros | |Transliteration C=afthimeros | ||
|Beta Code=au)qh/meros | |Beta Code=au)qh/meros | ||
|Definition=αὐθήμερον,<br><span class="bld">A</span> made or [[done on the very day]], αὐ. ἀναπλάσσεσθαι Hp.''Art.''37; [[λόγοι]] [[extemporaneous]] speeches, prob. [[falsa lectio|f.l.]] for [[αὐθημερόν]] in Aeschin.3.208.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">φάρμακον αὐ.</b> curing [[in one day]], Gal.12.755.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[αὐθημερόν]] (on the accent v. Hdn.Gr.1.491) [[on the very day]], [[on the same day]], [[immediately]], A.''Pers.''456, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''522, al., Th.2.12, D.21.89:—also [[αὐθήμερα]] Hp.''Fract.''24, ''Mochl.''42; Ion. [[αὐτημερόν]] Hdt.2.122, 6.139 (but <b class="b3">αὐθ-</b> in Hp.''Prog.''17, ''Aph.''4.10); Locr. αὐταμαρόν ''IG''9(1).334.33; Dor. [[αὐθαμέραν]] ''SIG''559.57 (Megalop.); Cret. [[αὐταμερίν]] ''GDI'' 4999 (Gortyn). | |Definition=αὐθήμερον,<br><span class="bld">A</span> made or [[done on the very day]], αὐ. ἀναπλάσσεσθαι Hp.''Art.''37; [[λόγοι]] [[extemporaneous]] speeches, prob. [[falsa lectio|f.l.]] for [[αὐθημερόν]] in Aeschin.3.208.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">φάρμακον αὐ.</b> curing [[in one day]], Gal.12.755.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[αὐθημερόν]] (on the accent v. Hdn.Gr.1.491) [[on the very day]], [[on the same day]], [[immediately]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''456, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''522, al., Th.2.12, D.21.89:—also [[αὐθήμερα]] Hp.''Fract.''24, ''Mochl.''42; Ion. [[αὐτημερόν]] [[Herodotus|Hdt.]]2.122, 6.139 (but <b class="b3">αὐθ-</b> in Hp.''Prog.''17, ''Aph.''4.10); Locr. αὐταμαρόν ''IG''9(1).334.33; Dor. [[αὐθαμέραν]] ''SIG''559.57 (Megalop.); Cret. [[αὐταμερίν]] ''GDI'' 4999 (Gortyn). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:30, 17 February 2024
English (LSJ)
αὐθήμερον,
A made or done on the very day, αὐ. ἀναπλάσσεσθαι Hp.Art.37; λόγοι extemporaneous speeches, prob. f.l. for αὐθημερόν in Aeschin.3.208.
2 φάρμακον αὐ. curing in one day, Gal.12.755.
II Adv. αὐθημερόν (on the accent v. Hdn.Gr.1.491) on the very day, on the same day, immediately, A.Pers.456, Ar.Ach.522, al., Th.2.12, D.21.89:—also αὐθήμερα Hp.Fract.24, Mochl.42; Ion. αὐτημερόν Hdt.2.122, 6.139 (but αὐθ- in Hp.Prog.17, Aph.4.10); Locr. αὐταμαρόν IG9(1).334.33; Dor. αὐθαμέραν SIG559.57 (Megalop.); Cret. αὐταμερίν GDI 4999 (Gortyn).
Spanish (DGE)
-ον
pred. c. valor adverb. que tiene lugar en el mismo día τὰ ὀστέα ... αὐθήμερα ἐμβληθέντα Hp.Fract.24, cf. 31, Mochl.42, τὰ κυναγχικὰ ... αὐθημέρους καὶ τριταίους κτείνει Hp.Coac.357, ἄλλο (medicamento) σπληνικοῖς αὐθήμερον Gal.13.247.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se fait le jour même ; λόγοι αὐθήμεροι ESCHN discours improvisés ou faits à la hâte ; adv. • αὐθημερόν (non αὐθήμερον) le jour même, immédiatement.
Étymologie: αὐτός, ἡμέρα.
Russian (Dvoretsky)
αὐθήμερος: приготовленный в тот же день, т. е. составленный наспех (λόγοι Aeschin.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐθήμερος: -ον, ὁ πραχθεὶς ἢ γενόμενος τὴν αὐτὴν ἡμέραν, «τὸ δὲ διὰ μιᾶς ἡμέρας πραχθὲν αὐθήμερον» (Πολυδ. Α΄, 64), ἡ ῥὶς καταγεῖσα ἀναπλάσσεται μάλιστα μὲν αὐθήμερος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· λόγοι αὐθήμεροι, πρόχειροι, ἐκ του προχείρου, ἀπρομελέτητοι· ἀμφίβ. παρ’ Αἰσχίν. 83.38. ΙΙ. Ἐπίρρ. αὐθημερὸν (ὀξύτ., ἴδε Ἡρωδιαν. παρ’ Ἰω. Ἀλεξ. 30), ἀκριβῶς κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην, κατὰ τὴν αὐτὴν ἡμέραν, ἀμέσως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 456, Ἀριστοφ. Ἀχ. 522, κ. ἀλλ., Θουκ. 2. 12, Δημ. 543. 11· Ἰων. αὐτημερόν, Ἡρόδ. 2. 122., 6. 139· ἀλλ’ αὐθημερὸν ἐν Ἱππ. Προγν. 42, Ἀφορ. 1249· -αὐθήμερα ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 766.
Greek Monolingual
αὐθήμερος, -ον (Α)
1. αυτός που συμβαίνει ή συντελείται μέσα στην ίδια ημέρα
2. (για λόγους και ομιλίες) πρόχειρος, αυτοσχέδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο- + -ήμερος) < ημέρα (πρβλ. εφήμερος, πενθήμερος κ.ά.)].
Greek Monotonic
αὐθήμερος: -ον (ἡμέρα)·
I. αυτός που γίνεται ή διαπράττεται μέσα στην ίδια μέρα, σε Αισχίν.
II. επίρρ., αὐθημερόν (οξύτ.), ακριβώς την ίδια μέρα, κατά την ίδια μέρα, αμέσως, σε Αισχύλ. κ.λπ.· Ιων. αὐτημερόν, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἡμέρα
I. made or done on the very day, Aeschin.
II. adv. αὐθημερόν (oxyt.), on the very day, on the same day, immediately, Aesch., etc.; ionic αὐτημερόν, Hdt.