μεταθέω: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metatheo | |Transliteration C=metatheo | ||
|Beta Code=metaqe/w | |Beta Code=metaqe/w | ||
|Definition=fut. μεταθεύσομαι,<br><span class="bld">A</span> [[run after]], X.''Cyn.''6.22; [[pursue]], τινα Jul. ''Or.''5.177b; [τινὰ] ταῖς ἐπιθυμίαις by working on his desires, Clearch. 37: freq. metaph., ὥσπερ αἱ σκύλακες εὖ μεταθεῖς καὶ ἰχνεύεις τὰ λεχθέντα Pl.''Prm.''128c; τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη Id.''Plt.''301e, cf. ''Sph.''226b; αἰτίαν Iamb.''Protr.''4.<br><span class="bld">II</span> [[hunt]] or [[range over]], τὰ ὄρη X.''Cyn.''4.9: abs., [[hunt about]], [[range]], ib.6.25,al.<br><span class="bld">2</span> [[run hither and thither]], ἑκασταχόσε Plu.''Pyrrh.''16, cf. App.''Mith.''74, al.; <b class="b3">ἀνιχνευούσας μεταθεῖν</b>, of bees, Arist.''HA''624a28. | |Definition=fut. μεταθεύσομαι,<br><span class="bld">A</span> [[run after]], [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''6.22; [[pursue]], τινα Jul. ''Or.''5.177b; [τινὰ] ταῖς ἐπιθυμίαις by working on his desires, Clearch. 37: freq. metaph., ὥσπερ αἱ σκύλακες εὖ μεταθεῖς καὶ ἰχνεύεις τὰ λεχθέντα Pl.''Prm.''128c; τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη Id.''Plt.''301e, cf. ''Sph.''226b; αἰτίαν Iamb.''Protr.''4.<br><span class="bld">II</span> [[hunt]] or [[range over]], τὰ ὄρη [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''4.9: abs., [[hunt about]], [[range]], ib.6.25,al.<br><span class="bld">2</span> [[run hither and thither]], ἑκασταχόσε Plu.''Pyrrh.''16, cf. App.''Mith.''74, al.; <b class="b3">ἀνιχνευούσας μεταθεῖν</b>, of bees, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''624a28. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:57, 7 November 2024
English (LSJ)
fut. μεταθεύσομαι,
A run after, X.Cyn.6.22; pursue, τινα Jul. Or.5.177b; [τινὰ] ταῖς ἐπιθυμίαις by working on his desires, Clearch. 37: freq. metaph., ὥσπερ αἱ σκύλακες εὖ μεταθεῖς καὶ ἰχνεύεις τὰ λεχθέντα Pl.Prm.128c; τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη Id.Plt.301e, cf. Sph.226b; αἰτίαν Iamb.Protr.4.
II hunt or range over, τὰ ὄρη X.Cyn.4.9: abs., hunt about, range, ib.6.25,al.
2 run hither and thither, ἑκασταχόσε Plu.Pyrrh.16, cf. App.Mith.74, al.; ἀνιχνευούσας μεταθεῖν, of bees, Arist.HA624a28.
German (Pape)
[Seite 146] (s. θέω), nachlaufen, verfolgen, bes. vom Jäger, ὥσπερ σκύλακες εὖ μεταθεῖς τε καὶ ἰχνεύεις τὰ λεχθέντα, Plat. Parm. 128 c, ἴχνος, Soph. 226 a, u. so vom Jäger auch Lach. 194 b; Xen. Cyr. 2, 4, 24. 27; auch ταῖς ἐπιθυμίαις, Clearch. bei Ath. IV, 619 c.
French (Bailly abrégé)
courir après, poursuivre, acc..
Étymologie: μετά, θέω.
Russian (Dvoretsky)
μεταθέω: (fut. μεταθεύσομαι)
1 гоняться, преследовать, бежать по следу (ταχύ Xen.);
2 (об охотничьих собаках), обегать, обрыскать, (τὰ ὄρη Xen.);
3 перен. выслеживать, отыскивать чутьем (τὰ ἴχνη τινός, τὰ λεχθέντα Plat.; ἑκασταχόσε Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταθέω: μέλλ. -θεύσομαι, τρέχω κατόπιν τινός, διώκω, «κυνηγῶ», ἰδίως ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3, 10, κτλ.· μ. τὰ ἴχνη Πλάτ. Παρμ. 128C· οὕτω, μεταφ., τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 301Ε, πρβλ. Σοφιστ. 226Α· σπανίως μετὰ δοτ., ταῖς ἐπιθυμίαις Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 619C. II. διατρέχω, περιτρέχω, τὰ ὄρη Ξεν. Κυν. 4, 9· ― ἀπολ., περιτρέχω, περιέρχομαι, αὐτόθι 6, 25.
Greek Monolingual
μεταθέω (Α)
1. τρέχω πίσω από κάποιον, καταδιώκω, κυνηγώ
2. μτφ. εξετάζω, εξιχνιάζω («μεταθέοντας τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη», Πλάτ.)
3. περιέρχομαι, διατρέχω, περιτρέχω
4. τρέχω εδώ και εκεί
5. (για μέλισσες) περιίπταμαι, πετώ πάνω ή γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + θέω «τρέχω»].
Greek Monotonic
μεταθέω: μέλ. -θεύσομαι,
I. τρέχω στο κατόπι, κυνηγώ, σε Ξεν. κ.λπ.
II. ασκώ το κυνήγι ή περιπλανώμαι, τὰ ὄρη, στον ίδ.· απόλ., είμαι στο κυνήγι, περιφέρομαι, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -θεύσομαι
I. to run after, chase, Xen., etc.
II. to hunt or range over, τὰ ὄρη Xen.: absol. to hunt about, range, Xen.