στρόφιγξ: Difference between revisions
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Uebh." to "Übh.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0956.png Seite 956]] ιγγος, ἡ, wie [[στροφεύς]], Wirbelknochen, Poll. 2, l 30; vgl. Plat. Tim. 74 a. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0956.png Seite 956]] ιγγος, ἡ, wie [[στροφεύς]], Wirbelknochen, Poll. 2, l 30; vgl. Plat. Tim. 74 a. Übh. Wirbel, Zapfen, um den sich ein Körper dreht, Thürangel, eigtl. der Zapfen oben und unten am Thürflügel, der sich in einem Loche drehte und aus dem Kernholze von [[λωτός]], [[πύξος]] od. [[πρῖνος]] gemacht wurde, [[στροφεύς]] aber das Stück aus dem Holze der [[πτελέα]], an dem die [[στρόφιγξ]] saß, Theophr.; πῶλοι στρόφιγξιν [[ἔνδοθεν]] κ υκλούμεναι, Eur. Phoen. 1133; übertr., γλώττης [[στρόφιγξ]], Ar. Ran. 890. – Auch der Hahn an einer Röhre, den man umdreht, τὸ τοῖς σωλῆσιν ἐμβαλλόμενον, ὥςτε τὲν τοῦ ὔδατος ἐπέχειν καὶ αὖ [[πάλιν]] ἀνιέναι φοράν, Schol. Ar. Nubb. 450, l. d. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 06:35, 30 October 2024
English (LSJ)
ιγγος, ὁ (ἡ, EM446.31): (στρέφω):—
A pivot, axle or pin on which a body turns, E.Ph.1126.
2 pl., pivots working in sockets, at top and bottom of a door, Thphr. HP 5.5.4, al., PCair.Zen. 782 (a).7(iii B.C.), Plu.Rom.23, Gal.UP1.15.
3 metaph., γλώττης στρόφιγξ, of a well-hung tongue, Ar.Ra.892; of the vertebrae, Pherecr. 236, Pl.Ti.74a, 74b.
4 νύμφη ἡ ἐν τῷ σ., dub. sens. in AJA30.249 (Cyprus).
German (Pape)
[Seite 956] ιγγος, ἡ, wie στροφεύς, Wirbelknochen, Poll. 2, l 30; vgl. Plat. Tim. 74 a. Übh. Wirbel, Zapfen, um den sich ein Körper dreht, Thürangel, eigtl. der Zapfen oben und unten am Thürflügel, der sich in einem Loche drehte und aus dem Kernholze von λωτός, πύξος od. πρῖνος gemacht wurde, στροφεύς aber das Stück aus dem Holze der πτελέα, an dem die στρόφιγξ saß, Theophr.; πῶλοι στρόφιγξιν ἔνδοθεν κ υκλούμεναι, Eur. Phoen. 1133; übertr., γλώττης στρόφιγξ, Ar. Ran. 890. – Auch der Hahn an einer Röhre, den man umdreht, τὸ τοῖς σωλῆσιν ἐμβαλλόμενον, ὥςτε τὲν τοῦ ὔδατος ἐπέχειν καὶ αὖ πάλιν ἀνιέναι φοράν, Schol. Ar. Nubb. 450, l. d.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ὁ) :
pivot ; gond d'une porte.
Étymologie: στρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρόφιγξ -ιγγος, ὁ [στρέφω] spil, pin (waaromheen iets draait); overdr.: γλώττης σ. spil van de tong (die ervoor zorgt dat iemand snel kan praten) Aristoph. Ran. 892. wervel (van de wervelkolom).
Russian (Dvoretsky)
στρόφιγξ: ιγγος ὁ
1 стержень вращения (στρόφιγγι κυκλούμενος Eur.): γλώττης σ. Arph. бойкость языка;
2 поворотный крюк, шарнир (οἱ τῶν πυλῶν στρόφιγγες Plut.): σφόνδυλοι οἷον στρόφιγγες Plat. позвонки, (представляющие собой) как бы шарниры.
Greek Monotonic
στρόφιγξ: -ιγγος, ὁ (στρέφω),·
1. άξονας περιστροφής, αξόνιο, σφήνα, πίρος, γύρω από τα οποία περιστρέφεται ένα σώμα, σε Ευρ.
2. οι στρόφιγγες ήταν μικροί μοχλοί που στρέφονταν μέσα σε ακίνητες υποδοχές, θήκες, στο πάνω και στο κάτω άκρο της πόρτας, χρησιμεύοντας αντί κεντρικών αξόνων, σε Πλούτ.
3. μεταφ., στρόφιγξ γλώττης, γλώσσα που κινείται με ευχέρεια, δηλ. χάρισμα της ευγλωττίας, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
στρόφιγξ: -ιγγος, ὁ, καὶ παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 446. 31, κτλ., ἡ· (στρέφω)· - ὡς τὸ στροφεύς, ὁ ἄξων ἢ τὸ σημεῖον ἐφ’ οὗ τι περιστρέφεται, «στροφεύς» Ἡσύχ., Εὐρ. Φοίν. 1126. 2) στρόφιγγες ἐκαλοῦντο μοχλίσκοι στρεφόμενοι ἐντὸς θηκῶν ἀκινήτων, Λατ. Scapi cardinales, κατὰ τὸ ἄνω καὶ κάτω μέρος τῆς θύρας, ἐφ’ ὧν αὕτη ἐστρέφετο· ἦσαν δὲ πεποιημένοι ἐκ λωτοῦ, πύξου ἢ πρίνου, ὁ δὲ στροφεὺς κατασκευαζόμενος ἐκ πτελέας, ἦτο ἡ θήκη ἐν ᾗ ὁ στρόφιγξ ἐστρέφετο, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 5, 4 κἑξ., πρβλ. Βιτρούβ. 4. 6, Πλουτ. Ρωμ. 23· - ἐντεῦθεν ἡ λέξις λαμβάνεται ἐπὶ τῶν σπονδύλων θεωρουμένων ὡς στροφίγγων, ἐφ’ ὧν τὸ σῶμα στηριζόμενον κινεῖται, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 71b, Πλάτ. Τίμ. 74Α, Β. 3) τὸ πῶμα σωλῆνος ὕδατος, ἐπιστόμιον, «κάνουλα», κτλ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 450. 4) μεταφορ., στρ. γλώττης, ἐπὶ γλώσσης εὐχερῶς κινουμένης, Ἀριστοφ. Βάτρ. 892.
Middle Liddell
στρόφιγξ, ιγγος, ὁ, στρέφω
1. the pivot, axle or pin on which a body turns, Eur.
2. στρόφιγγες were pivots working in sockets, at top and bottom of a door, which served instead of hinges, Plut.
3. metaph., στρ. γλώττης, of a well-hung tongue, Ar.
Mantoulidis Etymological
-ιγγος (=ἄξονας περιστροφῆς). Ἀπό τό στρέφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.