περίστυλος: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (LSJ1 replacement) |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peristylos | |Transliteration C=peristylos | ||
|Beta Code=peri/stulos | |Beta Code=peri/stulos | ||
|Definition=περίστυλον,<br><span class="bld">A</span> [[surrounded with a colonnade]], [[αὐλή]] [[Herodotus|Hdt.]]2.148, 153, Muson.''Fr.''19p.108H., Aphth.''Prog.''12; δόμοι E.''Andr.''1099; [[σῦριγξ]] Callix.2; ναὸς ἀρχαῖος στοαῖς ἐν κύκλῳ [[περίστυλος]] = an ancient temple surrounded with porticos and colonnades Paus.6.25.1.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[περίστυλον|περίστῡλον]], τό, [[peristyle]], [[colonnade round a temple]] or [[colonnade round the court of a house]], [[LXX]] ''Ez.''42.3 (pl.), D.S.18.26, ''IG''5(2).268.50 (Mantinea, i B. C.), J.''BJ''1.21.11 (pl.); also, [[area surrounded by a colonnade]], [[LXX]] ''3 Ma.''5.23,al.:—so περίστῡλος, ὁ, D.S.1.48: gender indeterminate in ''IG''42(1).109ii 132, al. (Epid., pl.), Callix.2, Plb.10.27.10 (pl.), 15.25A.3, D.S.1.47, Plu.''Arat.''26, 2.586b. | |Definition=περίστυλον,<br><span class="bld">A</span> [[surrounded with a colonnade]], [[αὐλή]] [[Herodotus|Hdt.]]2.148, 153, Muson.''Fr.''19p.108H., Aphth.''Prog.''12; δόμοι [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''1099; [[σῦριγξ]] Callix.2; ναὸς ἀρχαῖος στοαῖς ἐν κύκλῳ [[περίστυλος]] = an ancient temple surrounded with porticos and colonnades Paus.6.25.1.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[περίστυλον|περίστῡλον]], τό, [[peristyle]], [[colonnade round a temple]] or [[colonnade round the court of a house]], [[LXX]] ''Ez.''42.3 (pl.), [[Diodorus Siculus|D.S.]]18.26, ''IG''5(2).268.50 (Mantinea, i B. C.), J.''BJ''1.21.11 (pl.); also, [[area surrounded by a colonnade]], [[LXX]] ''3 Ma.''5.23,al.:—so περίστῡλος, ὁ, [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.48: gender indeterminate in ''IG''42(1).109ii 132, al. (Epid., pl.), Callix.2, Plb.10.27.10 (pl.), 15.25A.3, [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.47, Plu.''Arat.''26, 2.586b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:33, 19 October 2024
English (LSJ)
περίστυλον,
A surrounded with a colonnade, αὐλή Hdt.2.148, 153, Muson.Fr.19p.108H., Aphth.Prog.12; δόμοι E.Andr.1099; σῦριγξ Callix.2; ναὸς ἀρχαῖος στοαῖς ἐν κύκλῳ περίστυλος = an ancient temple surrounded with porticos and colonnades Paus.6.25.1.
II Subst. περίστῡλον, τό, peristyle, colonnade round a temple or colonnade round the court of a house, LXX Ez.42.3 (pl.), D.S.18.26, IG5(2).268.50 (Mantinea, i B. C.), J.BJ1.21.11 (pl.); also, area surrounded by a colonnade, LXX 3 Ma.5.23,al.:—so περίστῡλος, ὁ, D.S.1.48: gender indeterminate in IG42(1).109ii 132, al. (Epid., pl.), Callix.2, Plb.10.27.10 (pl.), 15.25A.3, D.S.1.47, Plu.Arat.26, 2.586b.
German (Pape)
[Seite 595] mit Säulen außerhalb der Mauer oder mit einer Gallerie umgeben; αὐλή, Her. 2, 148. 153; δόμοι, Eur. Andr. 1100; vgl. Poll. 1, 78; subst., D. Sic. 1, 48.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
entouré de colonnes, d'une galerie ; τὸ περίστυλον, ὁ περίστυλος, ἡ περίστυλος péristyle, galerie ou colonnade autour d'un temple, d'une cour ou d'un édifice en gén.
Étymologie: περί, στῦλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίστυλος -ον [περί, στύλος] met een zuilengang omgeven; subst. ὁ περίστυλος zuilengang.
Russian (Dvoretsky)
περίστῡλος: II ὁ и ἡ перистиль, круговая колоннада Diod., Polyb.
окруженный колоннами (αὐλή Her.; δόμοι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
περίστῡλος: -ον, ὁ ἔχων κύκλῳ στύλους, ὁ περιβαλλόμενος διὰ στύλων, αὐλὴ Ἡρόδ. 2. 148, 153· δόμοι Εὐρ. Ἀνδρ. 1099· ναὸς στοαῖς… περίστυλος Παυσ. 6. 24. 10. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περίστυλον, τό, Λατ. peristylum ἢ -stylium, σειρὰ κιόνων πέριξ ναοῦ ἢ περὶ τὴν αὐλὴν οἰκίας, Διόδ. 18. 26, Πλούτ., κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ τόπου περιβαλλομένου ὑπὸ κιόνων, Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Ε΄, 23), ἴδε Sturz. Μακ. Διαλ. σελ. 80 κἑξ.· ― οὕτω περίστυλος,ὁ, Διόδ. 1. 48, ἢ ἡ, Πολύβ. 10, 27, 10· ― τὸ γένος μένει ἀόριστον ἐν Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 204F, Διοδ. 1. 47, Πλουτ. Ἄρατ. 26., 2. 586Β· ― ἴδε ἐν Λεξικῷ Ἀρχαιοτ. 425.
Greek Monolingual
-ο / περίστυλος, -ον ΝΑ στύλος
1. (για οικοδομήματα) αυτός που περιβάλλεται από κιονοστοιχία, περίπτερος
2. το ουδ. ως ουσ. το περίστυλο(ν)
αρχιτ. συγκρότημα από σειρά ή σειρές κιόνων που περιβάλλουν ένα οικοδόμημα, κυρίως ναό ή αυλές οικοδομημάτων, με τη μορφή στοάς, αλλ. περιστύλιο
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η περίστυλος
βοτ. γένος ορχεοειδών φυτών
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ περίστυλος
χώρος περιβαλλόμενος από κιονοστοιχία.
Greek Monotonic
περίστῡλος: -ον, I. αυτός που έχει κίονες, στύλους γύρω στον τοίχο, αυτός που περιβάλλεται από περιστύλιο, σε Ηρόδ., Ευρ.
II. ως ουσ., περίστυλον, τό ή περίστυλος, ὁ, περιστύλιο, κιονοστοιχία γύρω από ναό ή από αυλή οικίας, σε Πλούτ.
Middle Liddell
περί-στῡλος, ον,
I. with pillars round the wall, surrounded with a colonnade, Hdt., Eur.
II. as substantive, περίστυλον, ου, τό, or περίστυλος, ὁ, a peristyle, colonnade round a temple or court-yard, Plut.