ὑλακή: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
mNo edit summary
 
Line 33: Line 33:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[γαύγισμα]]). Ἀπό τό [[ὑλάω]] (γαυγίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[γαύγισμα]]). Ἀπό τό [[ὑλάω]] (γαυγίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{trml
|trtx====[[howling]]===
Finnish: ulvonta; German: [[Geheul]]; Greek: [[σκούξιμο]], [[ουρλιαχτό]], [[υλακή]], [[αλύχτισμα]]; Ancient Greek: [[γόος]], [[ἰυγή]], [[κλαγγή]], [[ὑλακή]], [[ὠρυγή]], [[ὠρυγμός]], [[ὠρυδόν]], [[ὠρυθμός]], [[ὠρυκτής]], [[ὤρυμα]], [[ὠρυτός]]; Italian: [[uggiolio]]; Japanese: ハウリング; Russian: [[вой]], [[завывание]]; Spanish: [[aullido]]; Swedish: ylande
}}
}}

Latest revision as of 06:53, 13 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλᾰκή Medium diacritics: ὑλακή Low diacritics: υλακή Capitals: ΥΛΑΚΗ
Transliteration A: hylakḗ Transliteration B: hylakē Transliteration C: ylaki Beta Code: u(lakh/

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, barking, howling, Poetae ap. Pl.Lg.967d, A.R.3.749, AP6.167 (Agath.), etc.; also in late Prose, Plu.Cim.18, Luc.VH1.32, prob. l. in Ant.Lib.23.2.

German (Pape)

[Seite 1176] ἡ, das Bellen; Agath. 28 (VI, 167); ὑλακὴν ἰάλλειν, Iul. Aeg. 59 (VI, 69); poet. bei Plat. Legg. XII, 967 d.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
aboiement.
Étymologie: ὑλάω.

Russian (Dvoretsky)

ὑλᾰκή: (ῠ) ἡ Plat., Plut., Luc. = ὕλαγμα.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλακή: ἡ, «γαύγυσμα», Ποιητὴς ἐν Πλάτ. Νόμ. 967D, Ἀνθ. Π. 6. 167, Ἀπολλ. Ρόδ., κλπ.· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Πλουτ. Κίμ. 18, Λουκ., κλπ.

Greek Monolingual

η / ὑλακή, ΝΑ
η κραυγή του σκύλου, το γάβγισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του ρ. ὑλάω, - «γαβγίζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση -κ- και κατάλ. -ή. Η λ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό της, με το ρ. ὑλάσσω].

Greek Monotonic

ὑλᾰκή: ἡ (ὑλάω), γαύγισμα, κραυγή, ουρλιαχτό, σε Ανθ., Πλούτ.

Middle Liddell

ὑλᾰκή, ἡ, ὑλάω
a barking, howling, Anth., Plut.

Mantoulidis Etymological

(=γαύγισμα). Ἀπό τό ὑλάω (γαυγίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations