φοινίκιος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
m (Text replacement - " ; <b class="b3">" to "; <b class="b3">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=foinikios
|Transliteration C=foinikios
|Beta Code=foini/kios
|Beta Code=foini/kios
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> = [[φοινίκεος]] 1, Epich.31, X.''An.''1.2.16 ([[varia lectio|v.l.]]), ''IG''22.1514.41, [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''372a4, Plb.6.23.12 ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[φοινικοῖς]]) <b class="b3">; φ. οἶνος</b> [[palm]]-wine, ''Schwyzer'' 182a5 (Gortyn, v/iv B. C.).<br><span class="bld">II</span> = [[Φοινικικός]] 1, [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''514, [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.67 codd., 5.74 codd. φοινικ-ιοῦς, οῦν, = [[φοινίκεος]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''272, Arist.''Col.''792b2, al.; ταινιδιον ''SIG''1018.4 (Pergam., iii B. C.). (Usu. second declension, prob. by 'contamination' of [[φοινίκιος]] and <b class="b3">φοινικοῦς</b>; once third declension, φοινικιοῦντα Arist.''Col.''796a32, prob. by 'contamination' of [[φοινίκιος]] and [[φοινικόεις]].)<br><span class="bld">II</span> [[φοινικιοῦν]], τό (''[[sc.]]'' [[δικαστήριον]]), a court of justice at Athens, named from the colour of its walls, Paus.1.28.8.
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> = [[φοινίκεος]] 1, Epich.31, X.''An.''1.2.16 ([[varia lectio|v.l.]]), ''IG''22.1514.41, [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''372a4, Plb.6.23.12 ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[φοινικοῖς]]); <b class="b3">φ. οἶνος</b> [[palm]]-wine, ''Schwyzer'' 182a5 (Gortyn, v/iv B. C.).<br><span class="bld">II</span> = [[Φοινικικός]] 1, [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''514, [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.67 codd., 5.74 codd. φοινικ-ιοῦς, οῦν, = [[φοινίκεος]], [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''272, Arist.''Col.''792b2, al.; ταινιδιον ''SIG''1018.4 (Pergam., iii B. C.). (Usu. second declension, prob. by 'contamination' of [[φοινίκιος]] and <b class="b3">φοινικοῦς</b>; once third declension, φοινικιοῦντα Arist.''Col.''796a32, prob. by 'contamination' of [[φοινίκιος]] and [[φοινικόεις]].)<br><span class="bld">II</span> [[φοινικιοῦν]], τό (''[[sc.]]'' [[δικαστήριον]]), a court of justice at Athens, named from the colour of its walls, Paus.1.28.8.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 14:59, 25 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινίκιος Medium diacritics: φοινίκιος Low diacritics: φοινίκιος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΙΟΣ
Transliteration A: phoiníkios Transliteration B: phoinikios Transliteration C: foinikios Beta Code: foini/kios

English (LSJ)

α, ον,
A = φοινίκεος 1, Epich.31, X.An.1.2.16 (v.l.), IG22.1514.41, Arist.Mete.372a4, Plb.6.23.12 (nisi leg. φοινικοῖς); φ. οἶνος palm-wine, Schwyzer 182a5 (Gortyn, v/iv B. C.).
II = Φοινικικός 1, S.Fr.514, D.S.3.67 codd., 5.74 codd. φοινικ-ιοῦς, οῦν, = φοινίκεος, Ar.Av.272, Arist.Col.792b2, al.; ταινιδιον SIG1018.4 (Pergam., iii B. C.). (Usu. second declension, prob. by 'contamination' of φοινίκιος and φοινικοῦς; once third declension, φοινικιοῦντα Arist.Col.796a32, prob. by 'contamination' of φοινίκιος and φοινικόεις.)
II φοινικιοῦν, τό (sc. δικαστήριον), a court of justice at Athens, named from the colour of its walls, Paus.1.28.8.

German (Pape)

[Seite 1295] = φοινίκεος, Pol. 6, 23, 12.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
d'un rouge de pourpre.
Étymologie: φοῖνιξ¹.

Russian (Dvoretsky)

φοινίκιος: (νῑ) φοῖνιξ I] ярко-красный, пурпурный (πτερόν Polyb.; ἶρις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

φοινίκιος: -α, -ον, μεταγενέστ. τύπος τοῦ φοινίκεος, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 2, 4, Πολύβ. 6. 23, 12. ΙΙ. = Φοινικικὸς Ι, Σοφ. Ἀποσπ. 460, Διόδ. 3. 67., 5. 74, Πλούτ. 2. 738Ε.

Greek Monolingual

(I)
-ία, -ον, Α
1. πορφυρός («πτεροῖς φοινικίοις», Πολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινίκιον
το πορφυρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα». Το επίθ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. του θηλ. ponikija «βαφή κόκκινου χρώματος»].
(II)
-ία, -ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη Φοινίκη, φοινικικός (Ι) («τὰ γράμματα Φοινίκια κληθῆναι», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖνιξ, -οίνικος. Η λ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή, στον τ. του ουδ. ponikijo, ως ονομασία ενός μπαχαρικού, το οποίο μπορεί να σημαίνει είτε «μπαχαρικό από τη Φοινίκη» είτε «μπαχαρικό κόκκινου χρώματος», οπότε θα πρέπει να συνδεθεί με το φοῖνιξ «πορφυρός, κόκκινος»].
(III)
-ία, -ον, Α [[φοῖνιξ (III), -οίνικος]]
αυτός που προέρχεται από το δένδρο φοίνικας (Ι) ή αυτός που παρασκευάζεται με καρπούς του παραπάνω δένδρου, φοινικικός (III).