ἐκτάδην: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ἐκτᾰδην
|Full diacritics=ἐκτᾰ́δην
|Medium diacritics=ἐκτάδην
|Medium diacritics=ἐκτάδην
|Low diacritics=εκτάδην
|Low diacritics=εκτάδην

Latest revision as of 10:38, 15 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτᾰ́δην Medium diacritics: ἐκτάδην Low diacritics: εκτάδην Capitals: ΕΚΤΑΔΗΝ
Transliteration A: ektádēn Transliteration B: ektadēn Transliteration C: ektadin Beta Code: e)kta/dhn

English (LSJ)

Adv., (ἐκτείνω) outstretched, ἐκτάδην κεῖσθαι = lie outstretched, i.e. dead, E. Ph.1698, Luc.DMort.7.2.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ᾰ-]
adv.
1 todo a lo largo, cuan largo es πίτνει E.Tr.463, de cadáveres τώδ' ἐκτάδην ... κεῖσθον E.Ph.1698, cf. Luc.DMort.12.5, 17.2.
2 en tensión προβάλλει τε ἐκτάδην τὼ χεῖρε extiende ambas manos en tensión Hld.10.31.3, βοείοις δέρμασιν ἐκτάδην ξυντεθειμέναι Men.Prot.40.2.
3 ret., subst. τὰ ἐκτάδην extensión excesiva, prolijidad Longin.42.

German (Pape)

[Seite 779] ausgestreckt, κεῖσθαι, von Todten, Eur. Phoen. 1692; Alciphr.; von Trunkenen u. Schlafenden, Luc. D. Hort. 7, 2; Alciphr. 3, 55.

French (Bailly abrégé)

adv.
en long, tout du long.
Étymologie: ἐκτείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτάδην: ἐκτείνω adv. в вытянутом положении, вытянувшись (κεῖσθαι Eur., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτάδην: ᾰ, ἐπίρρ. (ἐκτείνω) «ἐκτεταμένως, ἡπλωμένως» Σουΐδ., τώδ’ ἐκτάδην σοι κεῖσθον ἀλλήλοιν πέλας (τὰ πτώματα τοῦ Ἐτεοκλέους καὶ Πολυνείκους) Εὐρ. Φοίν. 1698· ὁ μὲν ἔπινεν, ἐγὼ δὲ... ἐκτάδην ἐκείμην Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 2.

Greek Monolingual

επίρρ. (AM ἐκτάδην και μτγν
ἐκταδὸν και ποιητ. τ. ἐκταδά)
κατ' έκταση, φαρδιά πλατιά, ξαπλωτά («ἐκτεταμένως, ἡπλωμένως», Σούδ.
«ἐκτάδην ἐκείμην ὑποβολιμαῖος ἀντ' ἐκείνου νεκρός» — ήμουν ξαπλωμένος καταγής νεκρός αντί για κείνον, Λουκ.).

Greek Monotonic

ἐκτάδην: [ᾰ], επίρρ. (ἐκτείνω), εκτεταμένα, απλωτά, φαρδιά-πλατιά, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἐκτείνω
outstretched, Eur.

Mantoulidis Etymological

(=ἁπλωτά). Άπό τό ἐκτείνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τείνω.