πρόσχωσις: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
mNo edit summary
(CSV import)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proschosis
|Transliteration C=proschosis
|Beta Code=pro/sxwsis
|Beta Code=pro/sxwsis
|Definition=-εως, ἡ, =<br><span class="bld">A</span> [[πρόσχωμα]] Ι, αἱ νῆσοι.. τῆς π. σύνδεσμοι γίγνονται Th.2.102; πᾶσα [Αἴγυπτος].. π. οὖσα τοῦ Νείλου [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''351b30, cf. 352a4, 353a2, Str.1.2.30, ''BGU''656.7 (ii A.D.).<br><span class="bld">2</span> [[process of silting up]], Str.1.2.29: pl., Id.7.3.6.<br><span class="bld">II</span> [[mound raised against]] a place, Th.2.77.<br><span class="bld">2</span> [[ramp of earth]], π. [τῷ βωμῷ] κατὰ πρανοῦς γενομένης J.''AJ''4.8.5, cf. ''PRein.''52b.26 (iii A.D.).
|Definition=προσχώσεως, ἡ, =<br><span class="bld">A</span> [[πρόσχωμα]] Ι, αἱ νῆσοι.. τῆς π. σύνδεσμοι γίγνονται Th.2.102; πᾶσα [Αἴγυπτος].. π. οὖσα τοῦ Νείλου [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''351b30, cf. 352a4, 353a2, Str.1.2.30, ''BGU''656.7 (ii A.D.).<br><span class="bld">2</span> [[process of silting up]], Str.1.2.29: pl., Id.7.3.6.<br><span class="bld">II</span> [[mound raised against]] a place, Th.2.77.<br><span class="bld">2</span> [[ramp of earth]], π. [τῷ βωμῷ] κατὰ πρανοῦς γενομένης J.''AJ''4.8.5, cf. ''PRein.''52b.26 (iii A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[atterrissement]];<br /><b>2</b> [[chaussée]], [[terrasse]].<br />'''Étymologie:''' [[προσχώννυμι]].
|btext=προσχώσεως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[atterrissement]];<br /><b>2</b> [[chaussée]], [[terrasse]].<br />'''Étymologie:''' [[προσχώννυμι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρόσ-χωσις -εως, ἡ [προσ-χόω] [[aanslibbing]], [[aanslibsel]]:; αἱ... νῆσοι... ἀλλήλαις τῆς προσχώσεως ξύνδεσμοι γίγνονται de eilanden vormen verbindingen van het aanslibsel met elkaar (d.w.z. raken met elkaar verbonden door het aanslibsel) Thuc. 2.102.4; aarden wal. Thuc. 2.77.3.
|elnltext=πρόσ-χωσις προσχώσεως, ἡ [προσ-χόω] [[aanslibbing]], [[aanslibsel]]:; αἱ... νῆσοι... ἀλλήλαις τῆς προσχώσεως ξύνδεσμοι γίγνονται de eilanden vormen verbindingen van het aanslibsel met elkaar (d.w.z. raken met elkaar verbonden door het aanslibsel) Thuc. 2.102.4; aarden wal. Thuc. 2.77.3.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πρόσχωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[нанос]], [[наносы]] Thuc., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[насыпь]], [[вал]] Thuc.
|elrutext='''πρόσχωσις:''' προσχώσεως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[нанос]], [[наносы]] Thuc., Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[насыпь]], [[вал]] Thuc.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[πρόσχωσις]], -ώσεως, Ν Μ Α [[προσχώννυμι]]<br />[[επισώρευση]] ιλύος στην όχθη ποταμού ή στην [[παραλία]] θάλασσας η οποία συντελεί στην [[επαύξηση]] της χέρσου («πᾶσα ([[Αἴγυπτος]])... [[πρόσχωσις]] οὖσα τοῦ Νείλου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γεωλ.</b><br /><b>1.</b> [[απόθεση]] γαιωδών υλικών η οποία γίνεται από τα ρέοντα ύδατα, τους παγετώνες και τον άνεμο<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> το [[σύνολο]] τών φερτών υλών που επί μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]] εναποθέτει ανεπαίσθητα [[ένας]] [[ποταμός]] και που, ως [[έδαφος]], ανήκουν στον κύριο του παρόχθιου κτήματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η ύψωση της στάθμης τών υδάτων της θάλασσας και η έξοδός τους στην [[ξηρά]] όπου αποθέτουν ιλύ («τοιοῦτον δ' ἔστι καὶ ἡ τοῦ Νείλου [[ἀνάβασις]] καὶ ἡ [[πρόσχωσις]] τοῦ πελάγους», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανάχωμα]] που εγείρεται για να χρησιμοποιηθεί [[εναντίον]] κάποιου τόπου («φοροῦν
|mltxt=η / [[πρόσχωσις]], προσχώσεως, Ν Μ Α [[προσχώννυμι]]<br />[[επισώρευση]] ιλύος στην όχθη ποταμού ή στην [[παραλία]] θάλασσας η οποία συντελεί στην [[επαύξηση]] της χέρσου («πᾶσα ([[Αἴγυπτος]])... [[πρόσχωσις]] οὖσα τοῦ Νείλου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>γεωλ.</b><br /><b>1.</b> [[απόθεση]] γαιωδών υλικών η οποία γίνεται από τα ρέοντα ύδατα, τους παγετώνες και τον άνεμο<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> το [[σύνολο]] τών φερτών υλών που επί μεγάλο [[χρονικό]] [[διάστημα]] εναποθέτει ανεπαίσθητα [[ένας]] [[ποταμός]] και που, ως [[έδαφος]], ανήκουν στον κύριο του παρόχθιου κτήματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η ύψωση της στάθμης τών υδάτων της θάλασσας και η έξοδός τους στην [[ξηρά]] όπου αποθέτουν ιλύ («τοιοῦτον δ' ἔστι καὶ ἡ τοῦ Νείλου [[ἀνάβασις]] καὶ ἡ [[πρόσχωσις]] τοῦ πελάγους», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανάχωμα]] που εγείρεται για να χρησιμοποιηθεί [[εναντίον]] κάποιου τόπου («φοροῦν
τες δε ὕλης φακέλους παρέβαλον ἀπὸ τοῦ χώματος ἐς τὸ μεταξὺ... τοῦ... τείχους καὶ τῆς προσχώσεως», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επισώρευση]] χώματος.
τες δε ὕλης φακέλους παρέβαλον ἀπὸ τοῦ χώματος ἐς τὸ μεταξὺ... τοῦ... τείχους καὶ τῆς προσχώσεως», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επισώρευση]] χώματος.
}}
}}
Line 40: Line 40:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[προσχώννυμι]] → πρός + [[χώννυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=Ἀπό τό [[προσχώννυμι]] → πρός + [[χώννυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[agger]]'', [[earthwork]], [[rampart]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.77.3/ 2.77.3],<br>''[[limus aggestus]], [[alluvio]]'', [[heaped up mud]], [[alluvial deposit]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.102.4/ 2.102.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%202.102.6/ 2.102.6].
}}
}}

Latest revision as of 14:41, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσχωσις Medium diacritics: πρόσχωσις Low diacritics: πρόσχωσις Capitals: ΠΡΟΣΧΩΣΙΣ
Transliteration A: próschōsis Transliteration B: proschōsis Transliteration C: proschosis Beta Code: pro/sxwsis

English (LSJ)

προσχώσεως, ἡ, =
A πρόσχωμα Ι, αἱ νῆσοι.. τῆς π. σύνδεσμοι γίγνονται Th.2.102; πᾶσα [Αἴγυπτος].. π. οὖσα τοῦ Νείλου Arist.Mete.351b30, cf. 352a4, 353a2, Str.1.2.30, BGU656.7 (ii A.D.).
2 process of silting up, Str.1.2.29: pl., Id.7.3.6.
II mound raised against a place, Th.2.77.
2 ramp of earth, π. [τῷ βωμῷ] κατὰ πρανοῦς γενομένης J.AJ4.8.5, cf. PRein.52b.26 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 789] ἡ, das Hinzuschütten, bes. Anschwemmung, durch den angesetzten Schlamm eines Flusses, τοῦ Ἀχελῴου, Thuc. 2, 102, u. Sp. ἡ, das Hinzuschütten, bes. Anschwemmung, durch den angesetzten Schlamm eines Flusses, τοῦ Ἀχελῴου, Thuc. 2, 102, u. Sp.

French (Bailly abrégé)

προσχώσεως (ἡ) :
1 atterrissement;
2 chaussée, terrasse.
Étymologie: προσχώννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσ-χωσις προσχώσεως, ἡ [προσ-χόω] aanslibbing, aanslibsel:; αἱ... νῆσοι... ἀλλήλαις τῆς προσχώσεως ξύνδεσμοι γίγνονται de eilanden vormen verbindingen van het aanslibsel met elkaar (d.w.z. raken met elkaar verbonden door het aanslibsel) Thuc. 2.102.4; aarden wal. Thuc. 2.77.3.

Russian (Dvoretsky)

πρόσχωσις: προσχώσεως ἡ
1 нанос, наносы Thuc., Arst.;
2 насыпь, вал Thuc.

Greek Monolingual

η / πρόσχωσις, προσχώσεως, Ν Μ Α προσχώννυμι
επισώρευση ιλύος στην όχθη ποταμού ή στην παραλία θάλασσας η οποία συντελεί στην επαύξηση της χέρσου («πᾶσα (Αἴγυπτος)... πρόσχωσις οὖσα τοῦ Νείλου», Αριστοτ.)
νεοελλ.
γεωλ.
1. απόθεση γαιωδών υλικών η οποία γίνεται από τα ρέοντα ύδατα, τους παγετώνες και τον άνεμο
2. (νομ.) το σύνολο τών φερτών υλών που επί μεγάλο χρονικό διάστημα εναποθέτει ανεπαίσθητα ένας ποταμός και που, ως έδαφος, ανήκουν στον κύριο του παρόχθιου κτήματος
αρχ.
1. η ύψωση της στάθμης τών υδάτων της θάλασσας και η έξοδός τους στην ξηρά όπου αποθέτουν ιλύ («τοιοῦτον δ' ἔστι καὶ ἡ τοῦ Νείλου ἀνάβασις καὶ ἡ πρόσχωσις τοῦ πελάγους», Στράβ.)
2. ανάχωμα που εγείρεται για να χρησιμοποιηθεί εναντίον κάποιου τόπου («φοροῦν τες δε ὕλης φακέλους παρέβαλον ἀπὸ τοῦ χώματος ἐς τὸ μεταξὺ... τοῦ... τείχους καὶ τῆς προσχώσεως», Θουκ.)
3. επισώρευση χώματος.

Greek Monotonic

πρόσχωσις: ἡ,
I. = πρόσχωμα, σε Θουκ.
II. ανάχωμα, σωρός που σηκώνει κάποιος, που υψώνεται εναντίον, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσχωσις: ἡ, = πρόσχωμα, αἵ τε νῆσοι πυκναί, καὶ ἀλλήλαις τῆς προσχώσεως τῷ μὴ σκεδάννυσθαι ξύνδεσμοι γίγνονται Θουκ. 2. 102· πᾶσα (Αἴγυπτος)... πρ. οὖσα τοῦ Νείλου Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 8, πρβλ. 10 καὶ 23. ΙΙ. σωρὸς χώματος ὃν ἐγείρει τις ἐναντίον τόπου τινός, Θουκ. 2. 77.

Middle Liddell

πρόσχωσις, εως,
I. = πρόσχωμα, Thuc.
II. a bank or mound raised against a place, Thuc.

English (Woodhouse)

mound, bank of earth, deposit brought down by a river

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό προσχώννυμι → πρός + χώννυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

agger, earthwork, rampart, 2.77.3,
limus aggestus, alluvio, heaped up mud, alluvial deposit, 2.102.4, 2.102.6.