ἀμυχή: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(13_3) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(26 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amychi | |Transliteration C=amychi | ||
|Beta Code=a)muxh/ | |Beta Code=a)muxh/ | ||
|Definition=ἡ, (ἀμύσσω) < | |Definition=ἡ, ([[ἀμύσσω]])<br><span class="bld">A</span> [[scratch]], [[skin-wound]], Hp.''Epid.''7.32; ἀμυχὰς καταμύξαντες Phryn.Com.3; of [[marks of strangling]], D.47.59.<br><span class="bld">2</span> Medic., [[scarification]], Antyll. ap. Orib.7.18.3, Gal.10.964.<br><span class="bld">II</span> = [[ἄμυξις]], in sign of [[sorrow]], ἀμυχὰς κοπτομένων ἀφεῖλεν Plu.''Sol.'' 21.<br><span class="bld">III</span> metaph., ἀ. καὶ ἑλκώσεις ἐν ταῖς φιλίαις Iamb.''VP''33.231. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀμῠχή) -ῆς, ἡ<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[rasguño]], [[arañazo]] Hp.<i>Epid</i>.7.32, Phryn.Com.3, E.<i>Fr</i>.925aSn., Luc.<i>Symp</i>.20, Plu.<i>Demetr</i>.21, [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.103, <i>POxy</i>.52.16 (IV a.C.), Sch.D.T.139.27<br /><b class="num">•</b>fig. ἀμυχάς τε καὶ ἑλκώσεις ἐν ταῖς φιλίαις Iambl.<i>VP</i> 231<br /><b class="num">•</b>medic. [[escara]] Hp.<i>Int</i>.32, Antyll. en Orib.7.18.3, Gal.10.964<br /><b class="num">•</b>[[marca]], [[señal]], de estrangulamiento en la piel, D.47.59.<br /><b class="num">2</b> [[hendidura]] ἀλλ' ἓν ὀστέον συνεχὲς ἦν [[ἄνωθεν]], οἶον λεπταῖς ἀμυχαῖς τὰς διαφυὰς ὑπογεγραμμένον τῶν ὀδόντων Plu.<i>Pyrrh</i>.3, ὥσπερ αἱ μυῖαι τῶν λείων τόπων ... ἀπολισθάνουσι ταῖς δὲ τραχύτησι προσέχονται καὶ ταῖς ἀ. Plu.2.473e.<br /><b class="num">II</b> [[acción de arañarse]], [[desgarramiento]] en señal de duelo ἀμυχὰς δὲ κοπτομένων ... ἀφεῖλεν Plu.<i>Sol</i>.21. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0133.png Seite 133]] ή ([[ἀμύσσω]]), Riß, Schramme, μεγάλας ἀμυχὰς καταμύξαντες Phryn. com. Ath. IV, 165 c; Dem. 47, 59; Plut. Sol. 21; Luc. Conv. 20; nach B. A. 21 τὰ ὑπὸ πολλῶν κνίσματα καλούμενα. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0133.png Seite 133]] ή ([[ἀμύσσω]]), Riß, Schramme, μεγάλας ἀμυχὰς καταμύξαντες Phryn. com. Ath. IV, 165 c; Dem. 47, 59; Plut. Sol. 21; Luc. Conv. 20; nach B. A. 21 τὰ ὑπὸ πολλῶν κνίσματα καλούμενα. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> [[égratignure]], [[déchirure]];<br /><b>2</b> [[lacération]], [[meurtrissure]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀμύσσω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμῠχή:''' (ᾰ) ἡ<br /><b class="num">1</b> [[царапина]], [[рубец]] или [[надрез]] Dem., Plut., Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[нанесение царапин]] (себе) (в знак скорби) Plut. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀμῠχή''': ἡ, ([[ἀμύσσω]]) «τσουγγρανιά», [[τραῦμα]] τοῦ δέρματος, «ἐπιπόλαιον ἕκλος»(Ἡσύχ.), ἀμυχὰς καταμύξαντες Φρύν. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 1. 6: ἐπὶ σημείων ἢ τραυμάτων προελθόντων ἐκ στραγγαλισμοῦ, Δημ. 1157, 5: - [[ἐγχάραξις]], ἐντομὴ ὑπὸ ἰατροῦ. Ἰατρ. ΙΙ. = [[ἄμυξις]], εἰς [[σημεῖον]] πένθους, ἀμυχὰς κοπτομένων ἀφεῖλεν Πλουτ. Σόλων 21. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἀμυχή]])<br />επιπόλαιο [[τραύμα]] του δέρματος, [[σχίσιμο]], [[γρατσουνιά]], [[γρατσούνισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>Ιατρ.</b> [[εγχάραξη]], [[εντομή]]<br /><b>2.</b> [[τραύμα]], [[ίχνος]] από στραγγαλισμό<br /><b>3.</b> το ξέσχισμα τών ρούχων ως [[σημείο]] πένθους ([[πρβλ]]. [[ἄμυξις]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμύσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμυχηδόν]], <i>ἀμυχής</i>, [[ἀμυχιαῖος]], [[ἀμυχώδης]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμῠχή:''' ἡ ([[ἀμύσσω]]), [[γρατσουνιά]], [[γδάρσιμο]], [[τραύμα]] στο [[δέρμα]], σε Δημ.· ως [[ένδειξη]] θλίψης, <i>ἀμυχὰς κοπτομένων ἀφεῖλεν</i>, σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀμύσσω]]<br />a [[scratch]], [[skin]]-[[wound]], Dem.; in [[sign]] of [[sorrow]], ἀμυχὰς κοπτομένων ἀφεῖλεν Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:50, 27 March 2024
English (LSJ)
ἡ, (ἀμύσσω)
A scratch, skin-wound, Hp.Epid.7.32; ἀμυχὰς καταμύξαντες Phryn.Com.3; of marks of strangling, D.47.59.
2 Medic., scarification, Antyll. ap. Orib.7.18.3, Gal.10.964.
II = ἄμυξις, in sign of sorrow, ἀμυχὰς κοπτομένων ἀφεῖλεν Plu.Sol. 21.
III metaph., ἀ. καὶ ἑλκώσεις ἐν ταῖς φιλίαις Iamb.VP33.231.
Spanish (DGE)
(ἀμῠχή) -ῆς, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1rasguño, arañazo Hp.Epid.7.32, Phryn.Com.3, E.Fr.925aSn., Luc.Symp.20, Plu.Demetr.21, D.S.17.103, POxy.52.16 (IV a.C.), Sch.D.T.139.27
•fig. ἀμυχάς τε καὶ ἑλκώσεις ἐν ταῖς φιλίαις Iambl.VP 231
•medic. escara Hp.Int.32, Antyll. en Orib.7.18.3, Gal.10.964
•marca, señal, de estrangulamiento en la piel, D.47.59.
2 hendidura ἀλλ' ἓν ὀστέον συνεχὲς ἦν ἄνωθεν, οἶον λεπταῖς ἀμυχαῖς τὰς διαφυὰς ὑπογεγραμμένον τῶν ὀδόντων Plu.Pyrrh.3, ὥσπερ αἱ μυῖαι τῶν λείων τόπων ... ἀπολισθάνουσι ταῖς δὲ τραχύτησι προσέχονται καὶ ταῖς ἀ. Plu.2.473e.
II acción de arañarse, desgarramiento en señal de duelo ἀμυχὰς δὲ κοπτομένων ... ἀφεῖλεν Plu.Sol.21.
German (Pape)
[Seite 133] ή (ἀμύσσω), Riß, Schramme, μεγάλας ἀμυχὰς καταμύξαντες Phryn. com. Ath. IV, 165 c; Dem. 47, 59; Plut. Sol. 21; Luc. Conv. 20; nach B. A. 21 τὰ ὑπὸ πολλῶν κνίσματα καλούμενα.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 égratignure, déchirure;
2 lacération, meurtrissure.
Étymologie: ἀμύσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμῠχή: (ᾰ) ἡ
1 царапина, рубец или надрез Dem., Plut., Luc.;
2 нанесение царапин (себе) (в знак скорби) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμῠχή: ἡ, (ἀμύσσω) «τσουγγρανιά», τραῦμα τοῦ δέρματος, «ἐπιπόλαιον ἕκλος»(Ἡσύχ.), ἀμυχὰς καταμύξαντες Φρύν. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 1. 6: ἐπὶ σημείων ἢ τραυμάτων προελθόντων ἐκ στραγγαλισμοῦ, Δημ. 1157, 5: - ἐγχάραξις, ἐντομὴ ὑπὸ ἰατροῦ. Ἰατρ. ΙΙ. = ἄμυξις, εἰς σημεῖον πένθους, ἀμυχὰς κοπτομένων ἀφεῖλεν Πλουτ. Σόλων 21.
Greek Monolingual
η (Α ἀμυχή)
επιπόλαιο τραύμα του δέρματος, σχίσιμο, γρατσουνιά, γρατσούνισμα
αρχ.
1. Ιατρ. εγχάραξη, εντομή
2. τραύμα, ίχνος από στραγγαλισμό
3. το ξέσχισμα τών ρούχων ως σημείο πένθους (πρβλ. ἄμυξις).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύσσω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμυχηδόν, ἀμυχής, ἀμυχιαῖος, ἀμυχώδης.
Greek Monotonic
ἀμῠχή: ἡ (ἀμύσσω), γρατσουνιά, γδάρσιμο, τραύμα στο δέρμα, σε Δημ.· ως ένδειξη θλίψης, ἀμυχὰς κοπτομένων ἀφεῖλεν, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἀμύσσω
a scratch, skin-wound, Dem.; in sign of sorrow, ἀμυχὰς κοπτομένων ἀφεῖλεν Plut.