πάνδεινος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(13_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(33 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pandeinos
|Transliteration C=pandeinos
|Beta Code=pa/ndeinos
|Beta Code=pa/ndeinos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">all-dreadful, terrible</b>, πάνδεινον ἡ ἀδικία <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>610d</span>, cf. <span class="bibl">605c</span>; πρᾶγμα <span class="bibl">D.54.33</span>, cf. <span class="bibl">Men. <span class="title">Sam.</span>212</span>, Ruf.<span class="title">Fr.</span>69; πάνδεινα πεπονθέναι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Prom.</span>8</span>; <b class="b3">πάνδεινόν [ἐστι</b>] it is <b class="b2">outrageous</b>, <span class="bibl">D.23.79</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>27.34</span> (ii B. C.), Phld.<span class="title">Ir.</span>p.86 W. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">very able</b>, c. inf., <span class="bibl">Pl. <span class="title">Plt.</span>290b</span>; ironically, <span class="bibl">D.19.120</span>.</span>
|Definition=πάνδεινον,<br><span class="bld">A</span> [[all-dreadful]], [[terrible]], πάνδεινον ἡ ἀδικία [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 610d, cf. 605c; πρᾶγμα D.54.33, cf. Men. ''Sam.''212, Ruf.''Fr.''69; πάνδεινα πεπονθέναι Luc.''Prom.''8; <b class="b3">πάνδεινόν [ἐστι]</b> it is [[outrageous]], D.23.79, cf. ''PTeb.''27.34 (ii B. C.), Phld.''Ir.''p.86 W.<br><span class="bld">II</span> [[very able]], c. inf., Pl. ''Plt.''290b; ironically, D.19.120.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0457.png Seite 457]] ganz furchtbar, gewaltig; πάνδεινον φανεῖται ἡ [[ἀδικία]], Plat. Rep. X, 610 d; πάνδεινα πεπονθέναι, Luc. Prom. 8; – ganz geschickt, tüchtig, c. inf., Plat. Polit. 290 b; Dem. 26, 23; Sp., [[πάνδεινος]] ἐν τοῖς λόγοις [[ἀγωνιστής]], Luc. rhet. praec. 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0457.png Seite 457]] ganz furchtbar, gewaltig; πάνδεινον φανεῖται ἡ [[ἀδικία]], Plat. Rep. X, 610 d; πάνδεινα πεπονθέναι, Luc. Prom. 8; – ganz geschickt, tüchtig, c. inf., Plat. Polit. 290 b; Dem. 26, 23; Sp., [[πάνδεινος]] ἐν τοῖς λόγοις [[ἀγωνιστής]], Luc. rhet. praec. 20.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[tout à fait redoutable]], [[terrible]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[δεινός]].
}}
{{elnl
|elnltext=πάνδεινος -ον &#91;[[πᾶς]], [[δεινός]]] [[zeer vreselijk]]:. π. πρᾶγμα een allervreselijkste daad Men. Sam. 486. zeer slim; ook met inf.: πολλ’ ἄττα ἕτερα διαπονείσθαι π. heel bedreven in het verrichten van veel andere klusjes Plat. Plt. 290b.
}}
{{elru
|elrutext='''πάνδεινος:'''<br /><b class="num">1</b> [[чрезвычайно страшный]], [[ужасный]] ([[ἀδικία]] Plat.; [[πρᾶγμα]] Dem.): πάνδεινα ἡγήσασθαι πεπονθέναι Luc. считать себя страшно обиженным;<br /><b class="num">2</b> [[весьма искусный]] (πολλὰ περὶ τὰς ἀρχὰς διαπονεῖσθαι Plat.; ἐν τοῖς λόγοις [[ἀγωνιστής]] Luc.).
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] αραχνιδίων της τάξης τών [[σκορπιών]] που ζουν στην [[τροπική]] Αφρική και τών οποίων το κέντρισμα [[είναι]] ανώδυνο, [[αλλά]] δηλητηριώδες και [[κάποτε]] θανατηφόρο.<br /> <b>(II)</b><br />-η, -ο / [[πάνδεινος]], -ον, ΝΑ<br />[[δεινός]] από [[κάθε]] [[άποψη]], [[πάρα]] πολύ [[δεινός]], πολύ [[φοβερός]], [[τρομερός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πάνδεινα</i><br />μεγάλα [[δεινά]], μεγάλες συμφορές, μεγάλες ταλαιπωρίες, [[πολλά]] βάσανα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[ικανός]], [[ευφυής]]<br /><b>2.</b> (και ειρων.) [[επιδέξιος]], [[καπάτσος]]<br /><b>3.</b> (ρηματ. φρ.) «πάνδεινόν (ἐστι)» — [[είναι]] πολύ προσβλητικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δεινός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάνδεινος:''' -ον, <b class="num">I.</b> εντελώς [[φοβερός]], [[απαίσιος]], σε Πλάτ.· <i>πάνδεινόν ἐστι</i>, είναι τραγικό, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> [[έξυπνος]] σε όλα τα πράγματα, σε Πλάτ., Δημ.
}}
{{ls
|lstext='''πάνδεινος''': -ον, ὁ κατὰ πάντα [[δεινός]], πολὺ [[φοβερός]], ἡ [[ἀδικία]] Πλάτ. Πολ. 610D, πρβλ. 605C· [[πρᾶγμα]] Δημ. 1267˙ 17˙ πάνδεινα πεπονθέναι Λουκ. Προμ. 8˙ - πάνδεινόν ἐστι, [[εἶναι]] [[πρᾶγμα]] φοβερώτατον, Δημ. 646. 23. ΙΙ. εὐφυὴς εἰς πάντα, ἱκανώτατος, δεξιώτατος, Πλάτ. Πολιτ. 290Β˙ εἰρωνικῶς, Δημ. 378. 8.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πάν-δεινος, ον,<br /><b class="num">I.</b> all-[[dreadful]], [[terrible]], Plat.: —πάνδεινόν ἐστι it is [[outrageous]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> [[clever]] at all things, Plat., Dem.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[horrible]], [[monstrous]], [[outrageous]]
}}
{{trml
|trtx====[[intolerable]]===
Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: [[intolérable]]; Galician: intolerable; German: [[unerträglich]];  Greek: [[αβάσταγος]], [[αβάσταχτος]], [[ανταγιάντιστος]], [[ανυπόφερτος]], [[ανυπόφορος]], [[απάλευτος]], [[ασήκωτος]], [[αφόρητος]], [[δεν αντέχεται]], [[δεν τρώγεται]], [[δυσβάστακτος]], [[δυσβάσταχτος]], [[δυσκολοβάσταχτος]], [[δυσκολοϋπόφερτος]]; Ancient Greek: [[ἀβάστακτος]], [[ἄβιος]], [[ἀβίωτος]], [[ἀκαταφόρητος]], [[ἀνυπομόνητος]], [[ἀνυπότλητος]], [[ἀνυπόφορος]], [[ἀπρόϊτος]], [[ἀστεργής]], [[ἄτλατος]], [[ἄτλητος]], [[ἄφερτος]], [[ἀφόρητος]], [[βαρύτλητος]], [[βαρύτλατος]], [[δυσανάσχετος]], [[δυσβάστακτος]], [[δυσέκδεκτος]], [[δυσκόμιστος]], [[δύσλοφος]], [[δύσοιστος]], [[δυσύποιστος]], [[δυσυπομένητος]], [[δυσυπομόνητος]], [[δυσφερής]], [[δύσφορος]], [[οὐ τλητός]], [[οὐ φορητός]], [[οὐκ ἀνασχετός]], [[οὐκ ἀνεκτός]], [[οὐχ ὑποστατός]], [[πάνδεινος]]; Icelandic: óþolandi; Latin: [[intolerabilis]], [[intolerandus]]; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: [[intolerável]]; Russian: [[невыносимый]], [[нестерпимый]], [[несносный]]; Spanish: [[intolerable]]; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت‎
}}
}}

Latest revision as of 10:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνδεινος Medium diacritics: πάνδεινος Low diacritics: πάνδεινος Capitals: ΠΑΝΔΕΙΝΟΣ
Transliteration A: pándeinos Transliteration B: pandeinos Transliteration C: pandeinos Beta Code: pa/ndeinos

English (LSJ)

πάνδεινον,
A all-dreadful, terrible, πάνδεινον ἡ ἀδικία Pl.R. 610d, cf. 605c; πρᾶγμα D.54.33, cf. Men. Sam.212, Ruf.Fr.69; πάνδεινα πεπονθέναι Luc.Prom.8; πάνδεινόν [ἐστι] it is outrageous, D.23.79, cf. PTeb.27.34 (ii B. C.), Phld.Ir.p.86 W.
II very able, c. inf., Pl. Plt.290b; ironically, D.19.120.

German (Pape)

[Seite 457] ganz furchtbar, gewaltig; πάνδεινον φανεῖται ἡ ἀδικία, Plat. Rep. X, 610 d; πάνδεινα πεπονθέναι, Luc. Prom. 8; – ganz geschickt, tüchtig, c. inf., Plat. Polit. 290 b; Dem. 26, 23; Sp., πάνδεινος ἐν τοῖς λόγοις ἀγωνιστής, Luc. rhet. praec. 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait redoutable, terrible.
Étymologie: πᾶν, δεινός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάνδεινος -ον [πᾶς, δεινός] zeer vreselijk:. π. πρᾶγμα een allervreselijkste daad Men. Sam. 486. zeer slim; ook met inf.: πολλ’ ἄττα ἕτερα διαπονείσθαι π. heel bedreven in het verrichten van veel andere klusjes Plat. Plt. 290b.

Russian (Dvoretsky)

πάνδεινος:
1 чрезвычайно страшный, ужасный (ἀδικία Plat.; πρᾶγμα Dem.): πάνδεινα ἡγήσασθαι πεπονθέναι Luc. считать себя страшно обиженным;
2 весьма искусный (πολλὰ περὶ τὰς ἀρχὰς διαπονεῖσθαι Plat.; ἐν τοῖς λόγοις ἀγωνιστής Luc.).

Greek Monolingual

(I)
ο
ζωολ. γένος αραχνιδίων της τάξης τών σκορπιών που ζουν στην τροπική Αφρική και τών οποίων το κέντρισμα είναι ανώδυνο, αλλά δηλητηριώδες και κάποτε θανατηφόρο.
(II)
-η, -ο / πάνδεινος, -ον, ΝΑ
δεινός από κάθε άποψη, πάρα πολύ δεινός, πολύ φοβερός, τρομερός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πάνδεινα
μεγάλα δεινά, μεγάλες συμφορές, μεγάλες ταλαιπωρίες, πολλά βάσανα
αρχ.
1. πολύ ικανός, ευφυής
2. (και ειρων.) επιδέξιος, καπάτσος
3. (ρηματ. φρ.) «πάνδεινόν (ἐστι)» — είναι πολύ προσβλητικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + δεινός.

Greek Monotonic

πάνδεινος: -ον, I. εντελώς φοβερός, απαίσιος, σε Πλάτ.· πάνδεινόν ἐστι, είναι τραγικό, σε Δημ.
II. έξυπνος σε όλα τα πράγματα, σε Πλάτ., Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

πάνδεινος: -ον, ὁ κατὰ πάντα δεινός, πολὺ φοβερός, ἡ ἀδικία Πλάτ. Πολ. 610D, πρβλ. 605C· πρᾶγμα Δημ. 1267˙ 17˙ πάνδεινα πεπονθέναι Λουκ. Προμ. 8˙ - πάνδεινόν ἐστι, εἶναι πρᾶγμα φοβερώτατον, Δημ. 646. 23. ΙΙ. εὐφυὴς εἰς πάντα, ἱκανώτατος, δεξιώτατος, Πλάτ. Πολιτ. 290Β˙ εἰρωνικῶς, Δημ. 378. 8.

Middle Liddell

πάν-δεινος, ον,
I. all-dreadful, terrible, Plat.: —πάνδεινόν ἐστι it is outrageous, Dem.
II. clever at all things, Plat., Dem.

English (Woodhouse)

horrible, monstrous, outrageous

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

intolerable

Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: intolérable; Galician: intolerable; German: unerträglich; Greek: αβάσταγος, αβάσταχτος, ανταγιάντιστος, ανυπόφερτος, ανυπόφορος, απάλευτος, ασήκωτος, αφόρητος, δεν αντέχεται, δεν τρώγεται, δυσβάστακτος, δυσβάσταχτος, δυσκολοβάσταχτος, δυσκολοϋπόφερτος; Ancient Greek: ἀβάστακτος, ἄβιος, ἀβίωτος, ἀκαταφόρητος, ἀνυπομόνητος, ἀνυπότλητος, ἀνυπόφορος, ἀπρόϊτος, ἀστεργής, ἄτλατος, ἄτλητος, ἄφερτος, ἀφόρητος, βαρύτλητος, βαρύτλατος, δυσανάσχετος, δυσβάστακτος, δυσέκδεκτος, δυσκόμιστος, δύσλοφος, δύσοιστος, δυσύποιστος, δυσυπομένητος, δυσυπομόνητος, δυσφερής, δύσφορος, οὐ τλητός, οὐ φορητός, οὐκ ἀνασχετός, οὐκ ἀνεκτός, οὐχ ὑποστατός, πάνδεινος; Icelandic: óþolandi; Latin: intolerabilis, intolerandus; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: intolerável; Russian: невыносимый, нестерпимый, несносный; Spanish: intolerable; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت‎