ἀφλοισμός: Difference between revisions
(13_3) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(28 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=afloismos | |Transliteration C=afloismos | ||
|Beta Code=a)floismo/s | |Beta Code=a)floismo/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ, [[foaming at the mouth]], <b class="b3">ἀφλοισμὸς δὲ περὶ στόμα γίγνετο</b>, of an angry man, Il.15.607, cf. Euph.51.4. (Cf. [[πεφλοιδέναι]], [[ἔφλιδεν]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. -οῖο Orph.<i>L</i>.481]<br /><b class="num">1</b> [[espuma]], [[espumarajos]] de un hombre encolerizado ἀ. δὲ περὶ στόμα γίγνετο <i>Il</i>.15.607.<br /><b class="num">2</b> [[acción de echar espuma]] ref. a un ataque epiléptico ὑπὸ σφετέρου πεπαλαγμένοι ἀφλοισμοῖο Orph.l.c.<br /><b class="num">• Etimología:</b> N. de acción en -σμός, c. vocalismo <i>o</i> y rel. c. φλιδάω q.u. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0413.png Seite 413]] ὁ, Il. 15, 607 περὶ [[στόμα]] γίγνετο, von einem Wüthenden, Schaum. Geifer. Andere erkl. Zähneknirschen. Hängt wohl mit [[φλοῖσβος]] zusammen, w. m. s. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0413.png Seite 413]] ὁ, Il. 15, 607 περὶ [[στόμα]] γίγνετο, von einem Wüthenden, Schaum. Geifer. Andere erkl. Zähneknirschen. Hängt wohl mit [[φλοῖσβος]] zusammen, w. m. s. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[écume autour de la bouche d'un homme furieux]].<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., R. Φλυ couler. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀφλοισμός:''' ὁ [[пена]] (περὶ [[στόμα]] Hom.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀφλοισμός''': ὁ, ἐν Ἰλ. Ο. 607, ἐπὶ ὠργισμένου ἀνθρώπου, ἀφλοισμὸς δὲ περὶ [[στόμα]] γίγνετο, πιθ. (ἐκ τοῦ α εὐφων.) = [[φλοῖσβος]], [[πάφλασμα]], τὸ [[φύρδην]] τὰ ῥήματα ἐκβάλλειν τοῦ στόματος· καθ’ Ἡσύχ. «[[ἀφλοισμός]]· ἀφρὸς» (πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 475). [[Κατὰ]] τὸ Μ. Ἐτυμ. (177, 48) «… ἤ παρὰ τὸ [[ἀφρίζω]], ἀφρισμὸς… ἤ παρὰ τὸ [[φλέω]], φλοισμὸς καὶ [[ἀφλοισμός]], ἔτι δὲ [[ψόφος]] [[ποιός]], ἤ [[ἀφρός]]». Πρβλ. τὸ [[ῥῆμα]] [[φλέω]]. | |||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[foam]], [[froth]], Il. 15.607†. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀφλοισμός]], ο (Α)<br />οι αφροί που βγάζει [[κανείς]] από το [[στόμα]] όταν [[είναι]] [[έξαλλος]] από θυμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Άπαξ ειρημένη» ομηρική [[λέξη]] (Ιλ. Ο 607) που έχει ερμηνευθεί από τους σχολιαστές ως [[παράλληλος]], πιθ. [[αιτωλικός]], τ. του [[αφρός]]. Πρόκειται για δηλωτική ενέργειας [[λέξη]] σε -<i>σμός</i>, το [[θέμα]] της οποίας (<i>φλοιδ</i>-) αποτελεί την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>bhl</i>-<i>ei</i>-<i>d</i>- (παρεκτεταμένη [[μορφή]] της αρχικής ρίζας <i>bhlei</i>- «[[φουσκώνω]], [[ξεχειλίζω]], [[γεμίζω]]»)<br />[[πρβλ]]. [[επίσης]] τις «γλώσσες» του Ησυχίου: «<i>έφλιδεν</i><br />διέρρεεν», «[[διαπέφλοιδεν]]<br />διακέχυται», «[[πεφλοιδέναι]]<br />φλυκταινούσθαι» ([[πρβλ]]. και λ. [[φλιδώ]]). Το αρκτικό <i>α</i>- του [[αφλοισμός]] ερμηνεύεται ως προθεματικό, αθροιστικό (επιτατικό) [[στοιχείο]], αν δεν οφείλεται σε αναλογική [[επίδραση]] του τ. [[αφρός]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀφλοισμός:''' ὁ, λέγεται για οργισμένο άνθρωπο, [[τραύλισμα]] ή πιθ. άφρισμα, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[foaming at the mouth]] (Ο 607).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Possibly verbal noun in <b class="b3">-σμός</b> to <b class="b3">ἔφλιδεν διέρρεεν</b>; <b class="b3">διαπέφλοιδεν διακέχυται</b>; <b class="b3">πεφλοιδέναι φλυκταινοῦσθαι</b> H. etc., s. [[φλιδάω]]. With [[ἀ-]] copulative? Or after [[ἀφρός]]? | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=of an [[angry]] man, spluttering or perhaps [[foaming]], Il. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ἀφλοισμός''': {aphloismós}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Schaum]], [[Geifer]] (Ο 607).<br />'''Etymology''': Verbalnomen auf -σμός zu ἔφλιδεν· διέρρεεν, [[διαπέφλοιδεν]]· διακέχυται, πεφλοιδέναι· φλυκταινοῦσθαι H. usw., s. [[φλιδάω]]. Anlaut. ἀ- ist als copulativ (intensiv) zu erklären, sofern man nicht vorzieht, Kontamination mit dem synonymen [[ἀφρός]] anzunehmen.<br />'''Page''' 1,196 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:50, 3 March 2024
English (LSJ)
ὁ, foaming at the mouth, ἀφλοισμὸς δὲ περὶ στόμα γίγνετο, of an angry man, Il.15.607, cf. Euph.51.4. (Cf. πεφλοιδέναι, ἔφλιδεν, Hsch.)
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Morfología: [gen. -οῖο Orph.L.481]
1 espuma, espumarajos de un hombre encolerizado ἀ. δὲ περὶ στόμα γίγνετο Il.15.607.
2 acción de echar espuma ref. a un ataque epiléptico ὑπὸ σφετέρου πεπαλαγμένοι ἀφλοισμοῖο Orph.l.c.
• Etimología: N. de acción en -σμός, c. vocalismo o y rel. c. φλιδάω q.u.
German (Pape)
[Seite 413] ὁ, Il. 15, 607 περὶ στόμα γίγνετο, von einem Wüthenden, Schaum. Geifer. Andere erkl. Zähneknirschen. Hängt wohl mit φλοῖσβος zusammen, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
écume autour de la bouche d'un homme furieux.
Étymologie: ἀ- prosth., R. Φλυ couler.
Russian (Dvoretsky)
ἀφλοισμός: ὁ пена (περὶ στόμα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφλοισμός: ὁ, ἐν Ἰλ. Ο. 607, ἐπὶ ὠργισμένου ἀνθρώπου, ἀφλοισμὸς δὲ περὶ στόμα γίγνετο, πιθ. (ἐκ τοῦ α εὐφων.) = φλοῖσβος, πάφλασμα, τὸ φύρδην τὰ ῥήματα ἐκβάλλειν τοῦ στόματος· καθ’ Ἡσύχ. «ἀφλοισμός· ἀφρὸς» (πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 475). Κατὰ τὸ Μ. Ἐτυμ. (177, 48) «… ἤ παρὰ τὸ ἀφρίζω, ἀφρισμὸς… ἤ παρὰ τὸ φλέω, φλοισμὸς καὶ ἀφλοισμός, ἔτι δὲ ψόφος ποιός, ἤ ἀφρός». Πρβλ. τὸ ῥῆμα φλέω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἀφλοισμός, ο (Α)
οι αφροί που βγάζει κανείς από το στόμα όταν είναι έξαλλος από θυμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Άπαξ ειρημένη» ομηρική λέξη (Ιλ. Ο 607) που έχει ερμηνευθεί από τους σχολιαστές ως παράλληλος, πιθ. αιτωλικός, τ. του αφρός. Πρόκειται για δηλωτική ενέργειας λέξη σε -σμός, το θέμα της οποίας (φλοιδ-) αποτελεί την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας bhl-ei-d- (παρεκτεταμένη μορφή της αρχικής ρίζας bhlei- «φουσκώνω, ξεχειλίζω, γεμίζω»)
πρβλ. επίσης τις «γλώσσες» του Ησυχίου: «έφλιδεν
διέρρεεν», «διαπέφλοιδεν
διακέχυται», «πεφλοιδέναι
φλυκταινούσθαι» (πρβλ. και λ. φλιδώ). Το αρκτικό α- του αφλοισμός ερμηνεύεται ως προθεματικό, αθροιστικό (επιτατικό) στοιχείο, αν δεν οφείλεται σε αναλογική επίδραση του τ. αφρός].
Greek Monotonic
ἀφλοισμός: ὁ, λέγεται για οργισμένο άνθρωπο, τραύλισμα ή πιθ. άφρισμα, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: foaming at the mouth (Ο 607).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Possibly verbal noun in -σμός to ἔφλιδεν διέρρεεν; διαπέφλοιδεν διακέχυται; πεφλοιδέναι φλυκταινοῦσθαι H. etc., s. φλιδάω. With ἀ- copulative? Or after ἀφρός?
Middle Liddell
of an angry man, spluttering or perhaps foaming, Il.
Frisk Etymology German
ἀφλοισμός: {aphloismós}
Grammar: m.
Meaning: Schaum, Geifer (Ο 607).
Etymology: Verbalnomen auf -σμός zu ἔφλιδεν· διέρρεεν, διαπέφλοιδεν· διακέχυται, πεφλοιδέναι· φλυκταινοῦσθαι H. usw., s. φλιδάω. Anlaut. ἀ- ist als copulativ (intensiv) zu erklären, sofern man nicht vorzieht, Kontamination mit dem synonymen ἀφρός anzunehmen.
Page 1,196