ἐπιγνώμων: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(13_6a) |
|||
(26 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epignomon | |Transliteration C=epignomon | ||
|Beta Code=e)pignw/mwn | |Beta Code=e)pignw/mwn | ||
|Definition=ονος, ὁ, ἡ, < | |Definition=-ονος, ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[arbiter]], [[umpire]], [[judge]], c.gen.rei, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''828b, [[LXX]] ''Pr.''12.26, ''CIG''(add.) 3641b27 (Lampsacus); αἰτιῶν Plu.''Cam.''18; [[ὀσφρήσιος]], of the nose, Hp.''Ep.''23; <b class="b3">ἐ. τῆς τιμῆς</b> [[appraiser]], D.37.40: abs., Luc.''Deor. Conc.''15.<br><span class="bld">2</span>. in plural, [[inspectors]], Lys.7.25 ap.Harp. ([[γνώμονας]] codd.).<br><span class="bld">II</span>. = [[συγγνώμων]], [[pardoning]], τινί Mosch.4.70.<br><span class="bld">III</span>. [[acquainted with]], [[φύσεως]], [[γυναικῶν]], Ph.1.29, 2.274; τέχνης S.E.''M.''7.56. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0933.png Seite 933]] ον, erkennend, bes. ein schiedsrichterliches Erkenntniß fällend, substantivisch, τούτων ἐπιγνώμονές τε καὶ δικασταί Plat. Legg. VIII, 843 d, öfter; τῆς τιμῆς τοῦ παιδός, der den Werth des Sklaven taxirt, Dem. 37, 40; Schiedsrichter auch Plut. Cam. 18. Nach Harpocr. brauchte es Lys. = [[ἐπίσκοπος]], Aufseher der heiligen Oelbäume in Athen; aber 7, 25 steht [[γνώμων]]. – Nachsichtig, verzeihend, τινί, Mosch. 4, 71; – einsichtig, verständig, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0933.png Seite 933]] ον, erkennend, bes. ein schiedsrichterliches Erkenntniß fällend, substantivisch, τούτων ἐπιγνώμονές τε καὶ δικασταί Plat. Legg. VIII, 843 d, öfter; τῆς τιμῆς τοῦ παιδός, der den Werth des Sklaven taxirt, Dem. 37, 40; Schiedsrichter auch Plut. Cam. 18. Nach Harpocr. brauchte es Lys. = [[ἐπίσκοπος]], Aufseher der heiligen Oelbäume in Athen; aber 7, 25 steht [[γνώμων]]. – Nachsichtig, verzeihend, τινί, Mosch. 4, 71; – einsichtig, verständig, <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[ἰδιώτης]], τινός, gezt. Emp. adv. log. 1, 56 adv. rhet. 67 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[qui décide de]], [[juge]], [[arbitre]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιγιγνώσκω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιγνώμων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1</b> [[знающий]], [[сведущий]] (τινός Plat., Sext.): χρὴ γίγνεσθαι ἐπιγνώμονας τοῦ παραλειπομένου Plat. необходимо знать, что (именно) пропущено.<br />ονος ὁ [[сведущее лицо]], [[знаток]], [[эксперт]] (τῆς [[τιμῆς]] τινος Dem.; ἐ. καὶ βεβαιωτὴς αἰτιῶν Plut.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπιγνώμων''': -ονος, ὁ, ἡ, [[διαιτητής]], [[κριτής]], μετὰ γεν. πράγμ. Πλάτ. Νομ. 828Β, πρβλ. 847C, 867Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 3641b, Πλουτ. Κάμιλλ. 18· τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς [[τιμῆς]] [[εἶναι]] τοῦ παιδός, ἐκτιμητὴν τῆς ἀξίας τοῦ δούλου, Δημ. 978. 11. ΙΙ. = [[συγγνώμων]]. τινὶ Μὸσχ. 4. 70. III. [[γνώμων]], «ἐπιγνώμονας ἀντὶ τοῦ ἐπισκόπους, Λυσίας ἐν τῷ περὶ τοῦ Σηκοῦ (7. 25)» Ἁρποκρ., ἴδε τὴν λέξιν [[γνώμων]] Ι, καὶ πρβλ. Α. Β. σ. 228. 23. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιγνώμων]], ο (AM) [[επιγιγνώσκω]]<br /><b>1.</b> [[έμπειρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που συγχωρεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αιρετός]] [[κριτής]], [[διαιτητής]]<br /><b>2.</b> [[εκτιμητής]] («τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς [[τιμῆς]] εἷναι τοῦ παιδός», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιστάτης]], [[επόπτης]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιγνώμων:''' -ονος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[διαιτητής]], [[κριτής]], [[δικαστής]], με γεν. πράγμ., σε Πλάτ.· ἐπ. τῆς [[τιμῆς]], [[εκτιμητής]] αυτής, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> = [[συγγνώμων]], αυτός που συγχωρεί, <i>τινί</i>, σε Μόσχ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐπι-[[γνώμων]], ονος,<br /><b class="num">I.</b> an [[arbiter]], [[umpire]], [[judge]], c. gen. rei, Plat.; ἐπ. τῆς [[τιμῆς]] an appraiser, Dem.<br /><b class="num">II.</b> = [[συγγνώμων]], pardoning, τινί Mosch. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[arbitrator]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:35, 23 March 2024
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ,
A arbiter, umpire, judge, c.gen.rei, Pl.Lg.828b, LXX Pr.12.26, CIG(add.) 3641b27 (Lampsacus); αἰτιῶν Plu.Cam.18; ὀσφρήσιος, of the nose, Hp.Ep.23; ἐ. τῆς τιμῆς appraiser, D.37.40: abs., Luc.Deor. Conc.15.
2. in plural, inspectors, Lys.7.25 ap.Harp. (γνώμονας codd.).
II. = συγγνώμων, pardoning, τινί Mosch.4.70.
III. acquainted with, φύσεως, γυναικῶν, Ph.1.29, 2.274; τέχνης S.E.M.7.56.
German (Pape)
[Seite 933] ον, erkennend, bes. ein schiedsrichterliches Erkenntniß fällend, substantivisch, τούτων ἐπιγνώμονές τε καὶ δικασταί Plat. Legg. VIII, 843 d, öfter; τῆς τιμῆς τοῦ παιδός, der den Werth des Sklaven taxirt, Dem. 37, 40; Schiedsrichter auch Plut. Cam. 18. Nach Harpocr. brauchte es Lys. = ἐπίσκοπος, Aufseher der heiligen Oelbäume in Athen; aber 7, 25 steht γνώμων. – Nachsichtig, verzeihend, τινί, Mosch. 4, 71; – einsichtig, verständig, Gegensatz von ἰδιώτης, τινός, gezt. Emp. adv. log. 1, 56 adv. rhet. 67 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui décide de, juge, arbitre.
Étymologie: ἐπιγιγνώσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιγνώμων: 2, gen. ονος
1 знающий, сведущий (τινός Plat., Sext.): χρὴ γίγνεσθαι ἐπιγνώμονας τοῦ παραλειπομένου Plat. необходимо знать, что (именно) пропущено.
ονος ὁ сведущее лицо, знаток, эксперт (τῆς τιμῆς τινος Dem.; ἐ. καὶ βεβαιωτὴς αἰτιῶν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγνώμων: -ονος, ὁ, ἡ, διαιτητής, κριτής, μετὰ γεν. πράγμ. Πλάτ. Νομ. 828Β, πρβλ. 847C, 867Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 3641b, Πλουτ. Κάμιλλ. 18· τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς τιμῆς εἶναι τοῦ παιδός, ἐκτιμητὴν τῆς ἀξίας τοῦ δούλου, Δημ. 978. 11. ΙΙ. = συγγνώμων. τινὶ Μὸσχ. 4. 70. III. γνώμων, «ἐπιγνώμονας ἀντὶ τοῦ ἐπισκόπους, Λυσίας ἐν τῷ περὶ τοῦ Σηκοῦ (7. 25)» Ἁρποκρ., ἴδε τὴν λέξιν γνώμων Ι, καὶ πρβλ. Α. Β. σ. 228. 23.
Greek Monolingual
ἐπιγνώμων, ο (AM) επιγιγνώσκω
1. έμπειρος
2. αυτός που συγχωρεί
αρχ.
1. αιρετός κριτής, διαιτητής
2. εκτιμητής («τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς τιμῆς εἷναι τοῦ παιδός», Δημοσθ.)
3. επιστάτης, επόπτης.
Greek Monotonic
ἐπιγνώμων: -ονος, ὁ, ἡ,
I. διαιτητής, κριτής, δικαστής, με γεν. πράγμ., σε Πλάτ.· ἐπ. τῆς τιμῆς, εκτιμητής αυτής, σε Δημ.
II. = συγγνώμων, αυτός που συγχωρεί, τινί, σε Μόσχ.
Middle Liddell
ἐπι-γνώμων, ονος,
I. an arbiter, umpire, judge, c. gen. rei, Plat.; ἐπ. τῆς τιμῆς an appraiser, Dem.
II. = συγγνώμων, pardoning, τινί Mosch.