ἐπίπλασμα: Difference between revisions
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
(6_21) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epiplasma | |Transliteration C=epiplasma | ||
|Beta Code=e)pi/plasma | |Beta Code=e)pi/plasma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[plaster]], Hp.''Art.''40, Aret.''CA''1.1, Lyc. ap. Orib.9.25.1, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίπλασμα''': τό, ἔμπλαστρον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 805. | |lstext='''ἐπίπλασμα''': τό, ἔμπλαστρον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 805. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ἐπίπλασμα]]) [[επιπλάσσω]]<br />[[έμπλαστρο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />συγκολλητική πλαστική ύλη που χρησιμοποιείται για το [[φράξιμο]] ([[γέμισμα]]) ρωγμών, ραγάδων, χασμάτων κ.λπ., [[στόκος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:41, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, plaster, Hp.Art.40, Aret.CA1.1, Lyc. ap. Orib.9.25.1, etc.
German (Pape)
[Seite 970] τό, das Daraufgestrichene, Pflaster, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπλασμα: τό, ἔμπλαστρον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 805.
Greek Monolingual
το (Α ἐπίπλασμα) επιπλάσσω
έμπλαστρο
νεοελλ.
συγκολλητική πλαστική ύλη που χρησιμοποιείται για το φράξιμο (γέμισμα) ρωγμών, ραγάδων, χασμάτων κ.λπ., στόκος.