ἀνάντης: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
(6_21)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP) opp\. (\w+)," to "opp. $1,")
 
(27 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anantis
|Transliteration C=anantis
|Beta Code=a)na/nths
|Beta Code=a)na/nths
|Definition=ες, (ἀνά, ἄντην) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">up-hill, steep</b>, opp. κατάντης, χωρίον <span class="bibl">Hdt. 2.29</span>; πεδία Hp.<b class="b2">Aër</b>.19; <b class="b3">ὁδός, ἀνάβασις</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>364d</span>, <span class="bibl">515e</span>; <b class="b3">πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν</b>, opp. <b class="b3">κατὰ πρανοῦς</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>3.7</span>, cf <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>247b</span>; <b class="b3">πρὸς τὸ ἄ. τῶν πολιτειῶν</b> <b class="b2">in the ascending scale</b> of our constitutions, <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>568c</span>; <b class="b3">πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη</b> Id <span class="bibl"><span class="title">Lg.</span>732c</span>.</span>
|Definition=ἀνάντες, ([[ἀνά]], [[ἄντην]]) [[up-hill]], [[steep]],opp. [[κατάντης]], χωρίον [[Herodotus|Hdt.]] 2.29; πεδία Hp.Aër.19; [[ὁδός]], [[ἀνάβασις]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 364d, 515e; <b class="b3">πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν</b>, opp. <b class="b3">κατὰ πρανοῦς</b>, X.''Eq.''3.7, cf [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''247b; <b class="b3">πρὸς τὸ ἄ. τῶν πολιτειῶν</b> [[in the ascending scale]] of our constitutions, Id.''R.''568c; <b class="b3">πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη</b> Id ''Lg.''732c.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[empinado]], [[cuesta arriba]] χωρίον Hdt.2.29, ὁδός Pl.<i>R</i>.364d, [[ἀνάβασις]] Pl.<i>R</i>.515e.<br /><b class="num">2</b> subst. τό, τὰ ἄ. [[cuesta]], [[subida]] πρὸς ἄναντες ... πορεύεσθαι Hp.<i>Flat</i>.11, πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν X.<i>Eq</i>.3.7, πορεύοντα πρὸς ἄ. Pl.<i>Phdr</i>.247b, πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη Pl.<i>Lg</i>.732c, ἐς τὰ ἀνάντη καὶ ὄρεια ἀνέθορον Ael.<i>NA</i> 13.14<br /><b class="num"></b>[[escala ascendente]] τὸ ἄ. τῶν πολιτειῶν Pl.<i>R</i>.568c<br /><b class="num">•</b>fig. [[dificultad]] ref. a la verdad εἱ καὶ μὴ [[εἰσάπαν]] ... ἐφικέσθαι τυχὸν ἐπιτρέπει τὸ ἄ. Cyr.Al.M.68.737A.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0199.png Seite 199]] ες ([[ἀντάω]]), bergauf, steil, schwierig, [[ἀνάβασις]] Plat. Rep. VII, 515 e; ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη Legg. V, 732 c.; Sp.; Ggstz [[κατάντης]], Her. 2. 29; das Höchste, Schwierigste, τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν Plat. Rep. VIII, 568 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0199.png Seite 199]] ες ([[ἀντάω]]), bergauf, steil, schwierig, [[ἀνάβασις]] Plat. Rep. VII, 515 e; ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη Legg. V, 732 c.; Sp.; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[κατάντης]], Her. 2. 29; das Höchste, Schwierigste, τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν Plat. Rep. VIII, 568 c.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[montant]], [[escarpé]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἄντα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάντης:''' [[идущий в гору]], [[крутой]] ([[χωρίον]] Her.; [[ὁδός]] Plat.). - см. тж. [[ἄναντες]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάντης''': τὸ οὐδ ἄναντες (ἀνά, [[ἀντάω]]) [[ἀνωφερής]], [[ἀπότομος]], ἀντίθ. τῷ [[κατάντης]], [[χωρίον]] Ἡρόδ. 2. 29· πεδία Ἱππ. Ἀέρ. 292· ὁδός, [[ἀνάβασις]] Πλάτ. Πολ. 364D, 515E· πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ κατὰ πρανοῦς («τὸν κατήφορον»). Ξεν. Ἱππ. 3. 7, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 247B· πρὸς τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν, πρὸς τὸ ὕψιστον [[σημεῖον]] τῶν πολιτειῶν μας, ὁ αὐτ. Πολ. 568C· πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη ὁ αὐτ. Νόμ. 732C.
|lstext='''ἀνάντης''': τὸ οὐδ ἄναντες (ἀνά, [[ἀντάω]]) [[ἀνωφερής]], [[ἀπότομος]], ἀντίθ. τῷ [[κατάντης]], [[χωρίον]] Ἡρόδ. 2. 29· πεδία Ἱππ. Ἀέρ. 292· ὁδός, [[ἀνάβασις]] Πλάτ. Πολ. 364D, 515E· πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ κατὰ πρανοῦς («τὸν κατήφορον»). Ξεν. Ἱππ. 3. 7, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 247B· πρὸς τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν, πρὸς τὸ ὕψιστον [[σημεῖον]] τῶν πολιτειῶν μας, ὁ αὐτ. Πολ. 568C· πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη ὁ αὐτ. Νόμ. 732C.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[ἀνάντης]])<br />[[ανηφορικός]], [[ανοδικός]], [[απότομος]] (αντίθ. [[κατάντης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προκαλεί δυσκολίες, [[αντίξοος]], [[αντίθετος]], [[δύσκολος]], [[δυσμενής]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἄναντες</i>, η [[δυσκολία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βρίσκεται στο ύψιστο [[σημείο]] «πρὸς τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν» (<b>Πλάτ.</b> <i>Φαίδρ</i>. 247b).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>άντης</i> ([[πρβλ]]. και [[ἐξάντης]], [[ἐπάντης]], [[κατάντης]], [[προσάντης]]) <span style="color: red;"><</span> θ. -<i>αντ</i>-<i>εσ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>αντ</i>- ([[πρβλ]]. [[ἄντα]], [[ἄντην]], <i>ἄντι</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάντης:''' -ες ([[ἀνά]], [[ἄντην]]), [[ανηφορικός]], [[απότομος]], [[απόκρημνος]], σε Ηρόδ., Πλάτ., Ξεν.· <i>πρὸς τὸ ἄναντες</i>, στο υψηλότερο [[σημείο]], σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἀνά, [[ἀντάω]]<br />up-[[hill]], [[steep]], Hdt., Plat., Xen.; πρὸς τὸ ἄναντες to the [[highest]] [[point]], Plat.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[of ground]], [[sloping up]], [[up hill]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[ἀνηφορικός]]). Σύνθετο ἀπό τό ἀνά + [[ἀντάω]] (=[[συναντῶ]] κάποιον). Συνήθως τό [[ἀντάω]] [[σύνθετο]] → ἀπαντῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 05:37, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάντης Medium diacritics: ἀνάντης Low diacritics: ανάντης Capitals: ΑΝΑΝΤΗΣ
Transliteration A: anántēs Transliteration B: anantēs Transliteration C: anantis Beta Code: a)na/nths

English (LSJ)

ἀνάντες, (ἀνά, ἄντην) up-hill, steep,opp. κατάντης, χωρίον Hdt. 2.29; πεδία Hp.Aër.19; ὁδός, ἀνάβασις, Pl.R. 364d, 515e; πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν, opp. κατὰ πρανοῦς, X.Eq.3.7, cf Pl.Phdr.247b; πρὸς τὸ ἄ. τῶν πολιτειῶν in the ascending scale of our constitutions, Id.R.568c; πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη Id Lg.732c.

Spanish (DGE)

-ες
1 empinado, cuesta arriba χωρίον Hdt.2.29, ὁδός Pl.R.364d, ἀνάβασις Pl.R.515e.
2 subst. τό, τὰ ἄ. cuesta, subida πρὸς ἄναντες ... πορεύεσθαι Hp.Flat.11, πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν X.Eq.3.7, πορεύοντα πρὸς ἄ. Pl.Phdr.247b, πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη Pl.Lg.732c, ἐς τὰ ἀνάντη καὶ ὄρεια ἀνέθορον Ael.NA 13.14
escala ascendente τὸ ἄ. τῶν πολιτειῶν Pl.R.568c
fig. dificultad ref. a la verdad εἱ καὶ μὴ εἰσάπαν ... ἐφικέσθαι τυχὸν ἐπιτρέπει τὸ ἄ. Cyr.Al.M.68.737A.

German (Pape)

[Seite 199] ες (ἀντάω), bergauf, steil, schwierig, ἀνάβασις Plat. Rep. VII, 515 e; ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη Legg. V, 732 c.; Sp.; Gegensatz κατάντης, Her. 2. 29; das Höchste, Schwierigste, τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν Plat. Rep. VIII, 568 c.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
montant, escarpé.
Étymologie: ἀνά, ἄντα.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάντης: идущий в гору, крутой (χωρίον Her.; ὁδός Plat.). - см. тж. ἄναντες.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάντης: τὸ οὐδ ἄναντες (ἀνά, ἀντάω) ἀνωφερής, ἀπότομος, ἀντίθ. τῷ κατάντης, χωρίον Ἡρόδ. 2. 29· πεδία Ἱππ. Ἀέρ. 292· ὁδός, ἀνάβασις Πλάτ. Πολ. 364D, 515E· πρὸς ἄναντες ἐλαύνειν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ κατὰ πρανοῦς («τὸν κατήφορον»). Ξεν. Ἱππ. 3. 7, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 247B· πρὸς τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν, πρὸς τὸ ὕψιστον σημεῖον τῶν πολιτειῶν μας, ὁ αὐτ. Πολ. 568C· πρὸς ὑψηλὰ καὶ ἀνάντη ὁ αὐτ. Νόμ. 732C.

Greek Monolingual

-ες (Α ἀνάντης)
ανηφορικός, ανοδικός, απότομος (αντίθ. κατάντης)
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί δυσκολίες, αντίξοος, αντίθετος, δύσκολος, δυσμενής
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄναντες, η δυσκολία
αρχ.
αυτός που βρίσκεται στο ύψιστο σημείο «πρὸς τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν» (Πλάτ. Φαίδρ. 247b).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α)- + -άντης (πρβλ. και ἐξάντης, ἐπάντης, κατάντης, προσάντης) < θ. -αντ-εσ- < αντ- (πρβλ. ἄντα, ἄντην, ἄντι)].

Greek Monotonic

ἀνάντης: -ες (ἀνά, ἄντην), ανηφορικός, απότομος, απόκρημνος, σε Ηρόδ., Πλάτ., Ξεν.· πρὸς τὸ ἄναντες, στο υψηλότερο σημείο, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[ἀνά, ἀντάω
up-hill, steep, Hdt., Plat., Xen.; πρὸς τὸ ἄναντες to the highest point, Plat.

English (Woodhouse)

of ground, sloping up, up hill

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀνηφορικός). Σύνθετο ἀπό τό ἀνά + ἀντάω (=συναντῶ κάποιον). Συνήθως τό ἀντάω σύνθετο → ἀπαντῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.