φύσκη: Difference between revisions

From LSJ

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fyski
|Transliteration C=fyski
|Beta Code=fu/skh
|Beta Code=fu/skh
|Definition=ἡ, (φυσάω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">the large intestine</b>, esp. as <b class="b2">stuffed with pudding, sausage, black-pudding</b>, gen. φύσκης <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>364</span>, <span class="bibl">Pherecr.45</span>; pl. φύσκαι <span class="bibl">Cratin.164</span> (troch.); nom. sg. φύσκη <span class="bibl">Eub.63.6</span> (anap.), Dor. <b class="b3">φύσκα</b> prob.a nickname, 'pot-belly', <span class="bibl">Sophr.23</span>; acc. φύσκην <span class="bibl">Philem. 60.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">blister</b> or <b class="b2">weal on the hand</b>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1114</span> (nom. <b class="b3">φύσκα</b>). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b2">gall-bag</b> on a plant, Dsc.<span class="title">Alex.</span>22.</span>
|Definition=ἡ, ([[φυσάω]])<br><span class="bld">A</span> [[the large intestine]], esp. as [[stuffed with pudding]], [[sausage]], [[black-pudding]], gen. φύσκης [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''364, Pherecr.45; pl. φύσκαι Cratin.164 (troch.); nom. sg. φύσκη Eub.63.6 (anap.), Dor. [[φύσκα]] prob.a nickname, 'pot-belly', Sophr.23; acc. φύσκην Philem. 60.2.<br><span class="bld">II</span> [[blister]] or [[weal on the hand]], Sch.Ar.''V.''1114 (nom. [[φύσκα]]).<br><span class="bld">III</span> [[gall-bag]] on a plant, Dsc.''Alex.''22.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1319.png Seite 1319]] ἡ, der Magen u. der dicke Darm u. die daraus bereitete Wurst, Ar. Equ. 364 u. a. com.; – die Blase, Schwiele in der Hand, Schol. Ar. Vesp. 1119.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1319.png Seite 1319]] ἡ, der Magen u. der dicke Darm u. die daraus bereitete Wurst, Ar. Equ. 364 u. a. com.; – die Blase, Schwiele in der Hand, Schol. Ar. Vesp. 1119.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />gros intestin ; viande dont on le farcit, saucisson, boudin.<br />'''Étymologie:''' [[φυσάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φύσκη:''' ἡ [[набитая мясом кишка]], [[колбаса]] Arph., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φύσκη''': ἡ, κοινῶς «[[φοῦσκα]]», ὁ [[στόμαχος]] ἢ τὸ παχὺ [[ἔντερον]], [[ἅπερ]] παρεσκεύαζον πληροῦντες μὲ [[κρέας]] κοπανιστὸν καὶ ἄλλα, «κοιλιὰ παραγεμιστὴ ἢ κωλάντερον», Λατ. botulus, γεν. φύσκης Ἀριστοφάν. Ἱππ. 364˙ φύσκης [[τόμος]] Φερεκράτης ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 1˙ πληθ. φύσκαι Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 1˙ ἑνικ. ὀνομ. [[φύσκη]] Εὔβουλος ἐν «Λάκωσι» 1˙ αἰτ. φύσκην Φιλήμων ἐν «Παρεισιόντι» 1˙ ΙΙ. [[φλύκταινα]] ἐν τῇ χειρὶ ἐκ τοῦ κωπηλατεῖν, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Σφ. 1117, [[ἔνθα]] ἡ ὀνομ. φύσκα.
|lstext='''φύσκη''': ἡ, κοινῶς «[[φοῦσκα]]», ὁ [[στόμαχος]] ἢ τὸ παχὺ [[ἔντερον]], [[ἅπερ]] παρεσκεύαζον πληροῦντες μὲ [[κρέας]] κοπανιστὸν καὶ ἄλλα, «κοιλιὰ παραγεμιστὴ ἢ κωλάντερον», Λατ. botulus, γεν. φύσκης Ἀριστοφάν. Ἱππ. 364˙ φύσκης [[τόμος]] Φερεκράτης ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 1˙ πληθ. φύσκαι Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 1˙ ἑνικ. ὀνομ. [[φύσκη]] Εὔβουλος ἐν «Λάκωσι» 1˙ αἰτ. φύσκην Φιλήμων ἐν «Παρεισιόντι» 1˙ ΙΙ. [[φλύκταινα]] ἐν τῇ χειρὶ ἐκ τοῦ κωπηλατεῖν, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Σφ. 1117, [[ἔνθα]] ἡ ὀνομ. φύσκα.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και φύσκα Ν<br /><b>1.</b> το [[στομάχι]]<br /><b>2.</b> το παχύ [[έντερο]]<br /><b>3.</b> [[φλύκταινα]], [[φουσκάλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κύστη]], [[φούσκα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λουκάνικο]] από [[αίμα]] και [[λίπος]] χοίρου<br /><b>2.</b> (σχετικά με φυτά) [[κηκίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[φύσκη]] συνδέεται με τη λ. [[φῦσα]], [[αλλά]] [[δυσερμήνευτος]] παραμένει ο [[τρόπος]] σχηματισμού του. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί από θ. <i>φυ</i>- με [[επίθημα]] -<i>σκη</i> ([[πρβλ]]. [[μάσκη]]), ενώ, κατ' άλλους, εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>κη</i> ([[πρβλ]]. [[φώκη]]) και έχει προέλθει μέσω ενός τ. <i>φύσ</i>-<i>κη</i> ή <i>φύτ</i>-<i>κη</i> (για τις μορφές <i>φυ</i>-, <i>φυσ</i>- και <i>φυτ</i>- του θ. <b>βλ.</b> <i>λ</i>. [[φῦσα]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φύσκη:''' ἡ ([[φυσάω]]), [[στομάχι]] ή παχύ [[έντερο]], σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φύσκη]], ἡ, [[φυσάω]]<br />a [[sausage]] or [[black]]-pudding, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 10:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φύσκη Medium diacritics: φύσκη Low diacritics: φύσκη Capitals: ΦΥΣΚΗ
Transliteration A: phýskē Transliteration B: physkē Transliteration C: fyski Beta Code: fu/skh

English (LSJ)

ἡ, (φυσάω)
A the large intestine, esp. as stuffed with pudding, sausage, black-pudding, gen. φύσκης Ar.Eq.364, Pherecr.45; pl. φύσκαι Cratin.164 (troch.); nom. sg. φύσκη Eub.63.6 (anap.), Dor. φύσκα prob.a nickname, 'pot-belly', Sophr.23; acc. φύσκην Philem. 60.2.
II blister or weal on the hand, Sch.Ar.V.1114 (nom. φύσκα).
III gall-bag on a plant, Dsc.Alex.22.

German (Pape)

[Seite 1319] ἡ, der Magen u. der dicke Darm u. die daraus bereitete Wurst, Ar. Equ. 364 u. a. com.; – die Blase, Schwiele in der Hand, Schol. Ar. Vesp. 1119.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
gros intestin ; viande dont on le farcit, saucisson, boudin.
Étymologie: φυσάω.

Russian (Dvoretsky)

φύσκη:набитая мясом кишка, колбаса Arph., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

φύσκη: ἡ, κοινῶς «φοῦσκα», ὁ στόμαχος ἢ τὸ παχὺ ἔντερον, ἅπερ παρεσκεύαζον πληροῦντες μὲ κρέας κοπανιστὸν καὶ ἄλλα, «κοιλιὰ παραγεμιστὴ ἢ κωλάντερον», Λατ. botulus, γεν. φύσκης Ἀριστοφάν. Ἱππ. 364˙ φύσκης τόμος Φερεκράτης ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 1˙ πληθ. φύσκαι Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 1˙ ἑνικ. ὀνομ. φύσκη Εὔβουλος ἐν «Λάκωσι» 1˙ αἰτ. φύσκην Φιλήμων ἐν «Παρεισιόντι» 1˙ ΙΙ. φλύκταινα ἐν τῇ χειρὶ ἐκ τοῦ κωπηλατεῖν, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Σφ. 1117, ἔνθα ἡ ὀνομ. φύσκα.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και φύσκα Ν
1. το στομάχι
2. το παχύ έντερο
3. φλύκταινα, φουσκάλα
νεοελλ.
κύστη, φούσκα
αρχ.
1. λουκάνικο από αίμα και λίπος χοίρου
2. (σχετικά με φυτά) κηκίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φύσκη συνδέεται με τη λ. φῦσα, αλλά δυσερμήνευτος παραμένει ο τρόπος σχηματισμού του. Κατά μία άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από θ. φυ- με επίθημα -σκη (πρβλ. μάσκη), ενώ, κατ' άλλους, εμφανίζει επίθημα -κη (πρβλ. φώκη) και έχει προέλθει μέσω ενός τ. φύσ-κη ή φύτ-κη (για τις μορφές φυ-, φυσ- και φυτ- του θ. βλ. λ. φῦσα)].

Greek Monotonic

φύσκη: ἡ (φυσάω), στομάχι ή παχύ έντερο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

φύσκη, ἡ, φυσάω
a sausage or black-pudding, Ar.