ἐπιπρέπω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(CSV import)
 
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(30 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epiprepo
|Transliteration C=epiprepo
|Beta Code=e)pipre/pw
|Beta Code=e)pipre/pw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be conspicuous</b>, <b class="b3">οὐδέ τί τοι</b> δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι εἶδος καὶ μέγεθος <span class="bibl">Od.24.252</span>; <b class="b3">φυᾷ τὸ</b> γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμα <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>8.44</span>, cf. <span class="bibl">Theoc.25.40</span>, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Din.</span>7</span>; ὁ ὀφθαλμὸς ἐ. τῷ μετώπῳ <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMar.</span>1.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. <b class="b2">beseem, suit</b>, c. dat., Plu.2.794a: impers., <b class="b3">ἐπιπρέπει</b> <b class="b2">it is fitting</b>, c.inf., <span class="bibl">Xenoph.26</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> to [[be conspicuous]], <b class="b3">οὐδέ τί τοι</b> δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι εἶδος καὶ μέγεθος Od.24.252; <b class="b3">φυᾷ τὸ</b> γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμα Pi.''P.''8.44, cf. Theoc.25.40, D.H.''Din.''7; ὁ ὀφθαλμὸς ἐ. τῷ μετώπῳ Luc.''DMar.''1.1.<br><span class="bld">II</span>. [[beseem]], [[suit]], c. dat., Plu.2.794a: impers., [[ἐπιπρέπει]] [[it is fitting]], c.inf., Xenoph.26.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0972.png Seite 972]] an Etwas hervorstechen, in die Augen fallen, sichtbar sein, [[οὐδέ]] τί σοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι [[εἶδος]] καὶ [[μέγεθος]], nicht Knechtsgestalt zeigt sich an dir, Od. 24, 252; φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων [[λῆμα]] Pind. P. 8, 46; οἷόν τοι μέγα [[εἶδος]] ἐπιπρέπει Theocr. 25, 38; Sp. in Prosa, z. B. ὁ ὀφθαλμὸς ἐπιπρέπει τῷ μετώπῳ, nimmt sich gut darauf aus, steht dir gut, Luc. D. Mar. 1, 1; D. Hal. iud. Din. 7. – Bei Xen. Cyr. 7, 5, 83, τῇ εὐδαιμονίᾳ φήσει τις τὴν κακίαν ἐπιπρέπειν, mit der [[varia lectio|v.l.]] ἐπιτρέπειν, dazu passen, sich ziemen; vgl. Plut. an seni 19 u. Iac. Philostr. p. 337.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> [[se montrer à la surface]], [[être apparent]], [[paraître]];<br /><b>2</b> être apparent sur, τινι;<br /><b>3</b> convenir à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[πρέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιπρέπω:'''<br /><b class="num">1</b> [[показываться]], [[обнаруживаться]], [[быть заметным]] ([[οὐδέ]] τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει Hom.; τὸ [[γενναῖον]] [[λῆμα]] ἐπιπρέπει τινί Pind.);<br /><b class="num">2</b> [[быть к лицу]], [[идти]] (τινί Thuc.; μετώπῳ Luc.);<br /><b class="num">3</b> [[подобать]], [[приличествовать]] (τινί Xen., Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''ἐπιπρέπω''': ἐπιφαίνομαι, φαίνομαι ὑπάρχων ἔν τινι, [[οὐδέ]] τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι [[εἶδος]] καὶ [[μέγεθος]] Ὀδ. Ω. 252· Φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶν [[λῆμα]] (καθ’ Ἕρμαννον: παῖ, σοὶ [[λῆμα]]) Πινδ. Π. 8. 63, πρβλ. Θεόκρ. 25. 40, Διον. Ἁλ. Δείναρχ. 7· ὅ τε ὀφθαλμὸς ἐπιπρέπει τῷ μετώπῳ οὐδὲν ἐνδεέστερον ὁρᾶν Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 1. ΙΙ. [[ἁρμόζω]], πρέπει, [[ἔπειτα]] τῇ εὐδαιμονίᾳ φήσει τις ἐπιπρέπειν; Ξεν. Κύρ. 7. 5, 83, πρβλ. Πλούτ. 2. 794Α.
}}
{{Autenrieth
|auten=only 3 [[sing]]., is to be [[seen]], [[manifest]] in, Od. 24.252†.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ἐπῐπρέπω</b> be [[conspicuous]] “φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ [[λῆμα]]” (P. 8.44)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιπρέπω]] (Α) [[πρέπω]]<br /><b>1.</b> [[εξέχω]], διακρίνομαι, [[φαίνομαι]] («οὐδὲ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι [[εἶδος]] καὶ [[μέγεθος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρμόζω]], [[ταιριάζω]], [[συμφωνώ]] («τῇ εὐδαιμονίᾳ φήσει τις τὴν κακίαν ἐπιπρέπειν;», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐπιπρέπει</i><br />αρμόζει, ταιριάζει, [[πρέπει]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπρέπω:'''<b class="num">I.</b> εμφανίζομαι στην [[επιφάνεια]], είμαι [[ορατός]], [[προφανής]], [[εξέχω]], σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> [[ταιριάζω]], [[αρμόζω]], είμαι [[ανάλογος]], <i>τινί</i>, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> to be [[manifest]] on the [[surface]], to be [[conspicuous]], Od., Theocr.<br /><b class="num">II.</b> to [[beseem]], fit, [[suit]], τινί Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπρέπω Medium diacritics: ἐπιπρέπω Low diacritics: επιπρέπω Capitals: ΕΠΙΠΡΕΠΩ
Transliteration A: epiprépō Transliteration B: epiprepō Transliteration C: epiprepo Beta Code: e)pipre/pw

English (LSJ)

A to be conspicuous, οὐδέ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι εἶδος καὶ μέγεθος Od.24.252; φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμα Pi.P.8.44, cf. Theoc.25.40, D.H.Din.7; ὁ ὀφθαλμὸς ἐ. τῷ μετώπῳ Luc.DMar.1.1.
II. beseem, suit, c. dat., Plu.2.794a: impers., ἐπιπρέπει it is fitting, c.inf., Xenoph.26.

German (Pape)

[Seite 972] an Etwas hervorstechen, in die Augen fallen, sichtbar sein, οὐδέ τί σοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι εἶδος καὶ μέγεθος, nicht Knechtsgestalt zeigt sich an dir, Od. 24, 252; φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων λῆμα Pind. P. 8, 46; οἷόν τοι μέγα εἶδος ἐπιπρέπει Theocr. 25, 38; Sp. in Prosa, z. B. ὁ ὀφθαλμὸς ἐπιπρέπει τῷ μετώπῳ, nimmt sich gut darauf aus, steht dir gut, Luc. D. Mar. 1, 1; D. Hal. iud. Din. 7. – Bei Xen. Cyr. 7, 5, 83, τῇ εὐδαιμονίᾳ φήσει τις τὴν κακίαν ἐπιπρέπειν, mit der v.l. ἐπιτρέπειν, dazu passen, sich ziemen; vgl. Plut. an seni 19 u. Iac. Philostr. p. 337.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 se montrer à la surface, être apparent, paraître;
2 être apparent sur, τινι;
3 convenir à, τινι.
Étymologie: ἐπί, πρέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπρέπω:
1 показываться, обнаруживаться, быть заметным (οὐδέ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει Hom.; τὸ γενναῖον λῆμα ἐπιπρέπει τινί Pind.);
2 быть к лицу, идти (τινί Thuc.; μετώπῳ Luc.);
3 подобать, приличествовать (τινί Xen., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπρέπω: ἐπιφαίνομαι, φαίνομαι ὑπάρχων ἔν τινι, οὐδέ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι εἶδος καὶ μέγεθος Ὀδ. Ω. 252· Φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶν λῆμα (καθ’ Ἕρμαννον: παῖ, σοὶ λῆμα) Πινδ. Π. 8. 63, πρβλ. Θεόκρ. 25. 40, Διον. Ἁλ. Δείναρχ. 7· ὅ τε ὀφθαλμὸς ἐπιπρέπει τῷ μετώπῳ οὐδὲν ἐνδεέστερον ὁρᾶν Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 1. ΙΙ. ἁρμόζω, πρέπει, ἔπειτα τῇ εὐδαιμονίᾳ φήσει τις ἐπιπρέπειν; Ξεν. Κύρ. 7. 5, 83, πρβλ. Πλούτ. 2. 794Α.

English (Autenrieth)

only 3 sing., is to be seen, manifest in, Od. 24.252†.

English (Slater)

ἐπῐπρέπω be conspicuous “φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμα” (P. 8.44)

Greek Monolingual

ἐπιπρέπω (Α) πρέπω
1. εξέχω, διακρίνομαι, φαίνομαι («οὐδὲ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι εἶδος καὶ μέγεθος», Ομ. Οδ.)
2. αρμόζω, ταιριάζω, συμφωνώ («τῇ εὐδαιμονίᾳ φήσει τις τὴν κακίαν ἐπιπρέπειν;», Ξεν.)
3. απρόσ. ἐπιπρέπει
αρμόζει, ταιριάζει, πρέπει.

Greek Monotonic

ἐπιπρέπω:I. εμφανίζομαι στην επιφάνεια, είμαι ορατός, προφανής, εξέχω, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.
II. ταιριάζω, αρμόζω, είμαι ανάλογος, τινί, σε Ξεν.

Middle Liddell

I. to be manifest on the surface, to be conspicuous, Od., Theocr.
II. to beseem, fit, suit, τινί Xen.