τόργος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=torgos | |Transliteration C=torgos | ||
|Beta Code=to/rgos | |Beta Code=to/rgos | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[vulture]], Call.''Fr.''204, Lyc.357, 1080, prob. cj. in Muson. ''Fr.''18Ap.98H.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">τ. ὑγρόφοιτος</b>, i.e. [[swan]], Lyc.88. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τόργος''': ὁ, γύψ. Καλλ. Ἀποσπ. 204, Λυκόφρ. 357, 1080. ΙΙ. [[τόργος]] [[ὑγρόφοιτος]], δηλ. [[κύκνος]], ὁ αὐτ. 88. | |lstext='''τόργος''': ὁ, γύψ. Καλλ. Ἀποσπ. 204, Λυκόφρ. 357, 1080. ΙΙ. [[τόργος]] [[ὑγρόφοιτος]], δηλ. [[κύκνος]], ὁ αὐτ. 88. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[γύπας]], όρνιο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[τόργος]] [[ὑγρόφοιτος]]» — ο [[κύκνος]] (<b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της αλεξανδρινής ποίησης αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. συνδέεται με έναν γερμ. τ. με σημ. «[[πελαργός]]» (<b>πρβλ.</b> αρχ. νορβ. <i>storkr</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>stork</i>, αγγλ. <i>stork</i>, γερμ. <i>Storch</i>). Κατά τον <b>Ησύχ.</b>, η λ. [[πρέπει]] να συνδεθεί με το [[τοπωνύμιο]] <i>Τόργιον</i><br />[[ὄρος]] ἐν Σικελίᾳ</i>, [[ὅπου]] νεοττεύουσιν οἱ γῦπες</i>, [[είναι]], όμως, πιθανότερο ότι το [[τοπωνύμιο]] αυτό προήλθε από τον τ. [[τόργος]]. Έχει προταθεί, [[τέλος]], η [[σύνδεση]] με έναν κοπτικό τ. <i>t</i>(<i>o</i>)<i>re</i> «το [[πτηνό]] [[ικτίνος]]», [[καθώς]] και με το όν. [[Γοργώ]] του μυθικού τέρατος, μέσω ενός αμάρτυρου τ. <i>γόργος</i>. Ωστόσο, καμία από τις απόψεις αυτές δεν θεωρείται ικανοποιητική]. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''τόργος''': {tórgos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Geier]] (Kall. ''Fr''. 204, Lyk.), [[τόργος]] [[ὑγρόφοιτος]] [[Schwan]] (Lyk.).<br />'''Etymology''': Wort der gelehrten alexandrinischen Dichtung, ohne befriedigende Etymologie. Nach Fick 1, 570 u.a. zum germanischen Wort für ’''Storch''’, awno. ''storkr'' u.a. (vgl. WP. 1, 629, Pok. 1023). Thompson Birds [[sub verbo|s.v.]] vergleicht kopt. ''t''(''o'')''re'', θ''re'' ’[[ἰκτῖνος]]’ (?). Nach H. von Τόργιον· [[ὄρος]] ἐν Σικελίᾳ, [[ὅπου]] νεοττεύουσιν οἱ γῦπες, aber dann natürlich eher Τόργιον von [[τόργος]] als umgekehrt. — Anläßlich [[Γοργώ]] erwähnt Leumann Hom. Wörter 148 A. 118 [[τόργος]]; seinem zögernden Vorschlag, darin eine Entstellung aus *γόργος zu sehen, steht er indessen selbst sehr skeptisch gegenüber. — Ein altes Wort für [[Geier]] ist [[αἰγυπιός]]; s. noch [[γύψ]] und [[ἰκτῖνος]].<br />'''Page''' 2,911-912 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A vulture, Call.Fr.204, Lyc.357, 1080, prob. cj. in Muson. Fr.18Ap.98H.
II τ. ὑγρόφοιτος, i.e. swan, Lyc.88.
German (Pape)
[Seite 1129] ὁ, der Geier; VLL. aus Callim. fr. 204; Lycophr. 357, der auch den Schwan τόργος ὑγρόφοιτος nennt, 88.
Greek (Liddell-Scott)
τόργος: ὁ, γύψ. Καλλ. Ἀποσπ. 204, Λυκόφρ. 357, 1080. ΙΙ. τόργος ὑγρόφοιτος, δηλ. κύκνος, ὁ αὐτ. 88.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. γύπας, όρνιο
2. φρ. «τόργος ὑγρόφοιτος» — ο κύκνος (Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της αλεξανδρινής ποίησης αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με έναν γερμ. τ. με σημ. «πελαργός» (πρβλ. αρχ. νορβ. storkr, αρχ. άνω γερμ. stork, αγγλ. stork, γερμ. Storch). Κατά τον Ησύχ., η λ. πρέπει να συνδεθεί με το τοπωνύμιο Τόργιον
ὄρος ἐν Σικελίᾳ, ὅπου νεοττεύουσιν οἱ γῦπες, είναι, όμως, πιθανότερο ότι το τοπωνύμιο αυτό προήλθε από τον τ. τόργος. Έχει προταθεί, τέλος, η σύνδεση με έναν κοπτικό τ. t(o)re «το πτηνό ικτίνος», καθώς και με το όν. Γοργώ του μυθικού τέρατος, μέσω ενός αμάρτυρου τ. γόργος. Ωστόσο, καμία από τις απόψεις αυτές δεν θεωρείται ικανοποιητική].
Frisk Etymology German
τόργος: {tórgos}
Grammar: m.
Meaning: Geier (Kall. Fr. 204, Lyk.), τόργος ὑγρόφοιτος Schwan (Lyk.).
Etymology: Wort der gelehrten alexandrinischen Dichtung, ohne befriedigende Etymologie. Nach Fick 1, 570 u.a. zum germanischen Wort für ’Storch’, awno. storkr u.a. (vgl. WP. 1, 629, Pok. 1023). Thompson Birds s.v. vergleicht kopt. t(o)re, θre ’ἰκτῖνος’ (?). Nach H. von Τόργιον· ὄρος ἐν Σικελίᾳ, ὅπου νεοττεύουσιν οἱ γῦπες, aber dann natürlich eher Τόργιον von τόργος als umgekehrt. — Anläßlich Γοργώ erwähnt Leumann Hom. Wörter 148 A. 118 τόργος; seinem zögernden Vorschlag, darin eine Entstellung aus *γόργος zu sehen, steht er indessen selbst sehr skeptisch gegenüber. — Ein altes Wort für Geier ist αἰγυπιός; s. noch γύψ und ἰκτῖνος.
Page 2,911-912