ὀτρηρός: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
(6_4)
m (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=otriros
|Transliteration C=otriros
|Beta Code=o)trhro/s
|Beta Code=o)trhro/s
|Definition=ά, όν, (cf. [[ὀτρύνω]]) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">quick, nimble, busy, ready</b>, θεράποντε <span class="bibl">Il. 1.321</span>, cf. <span class="bibl">Od.1.109</span>, <span class="bibl">4.23</span>, al., <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>909</span>(lyr.); ταμίη <span class="bibl">Il.6.381</span>; <b class="b3">ὀτρηρὸν . . τὸ ληδάριον ἔχεις</b>, comically, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>915</span>; μάζῃ ὀτρηρῇ <span class="bibl">Matro <span class="title">Conv.</span>92</span>. Adv. <b class="b3">-ρῶς</b>, = [[ὀτραλέως]], <span class="bibl">Od.4.735</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[ὀξύς]], <b class="b2">sharp, cutting</b>, ὀδύναι <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>2.529</span>.</span>
|Definition=ά, όν, (cf. [[ὀτρύνω]])<br><span class="bld">A</span> [[quick]], [[nimble]], [[busy]], [[ready]], θεράποντε Il. 1.321, cf. Od.1.109, 4.23, al., [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''909(lyr.); ταμίη Il.6.381; <b class="b3">ὀτρηρὸν.. τὸ ληδάριον ἔχεις</b>, comically, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''915; μάζῃ ὀτρηρῇ Matro ''Conv.''92. Adv. [[ὀτρηρῶς]], = [[ὀτραλέως]], Od.4.735.<br><span class="bld">II</span> = [[ὀξύς]], [[sharp]], [[cutting]], ὀδύναι Opp.''H.''2.529.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0405.png Seite 405]] 1) <b class="b2">schnell</b>, flink, rührig; Beiw. von [[θεράπων]], Il. 1, 321, u. öfter in der Od., auch [[ταμίη]], Il. 6, 381; auch adv., ὀτρηρῶς καλεῖν, Od. 4, 735; Ar. sagt Μουσάων [[θεράπων]] ὀτρηρὸς κατὰ τὸν Ὅμηρον, Av. 909. – 2) bei Opp. auch = [[ὀξύς]], ὀτρηραῖς ὀδύναις, Hal. 2, 529; – μάζῃ ὀτρηρῇ, bei Matro Ath. IV, 136 d, ist unklar.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0405.png Seite 405]] 1) [[schnell]], flink, rührig; Beiw. von [[θεράπων]], Il. 1, 321, u. öfter in der Od., auch [[ταμίη]], Il. 6, 381; auch adv., ὀτρηρῶς καλεῖν, Od. 4, 735; Ar. sagt Μουσάων [[θεράπων]] ὀτρηρὸς κατὰ τὸν Ὅμηρον, Av. 909. – 2) bei Opp. auch = [[ὀξύς]], ὀτρηραῖς ὀδύναις, Hal. 2, 529; – μάζῃ ὀτρηρῇ, bei Matro Ath. IV, 136 d, ist unklar.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />[[prompt]], [[rapide]], [[agile]].<br />'''Étymologie:''' ὀ- prosth. et R. Τρε, être agité ; v. [[τρέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀτρηρός:''' [[быстрый]], [[проворный]] ([[θεράπων]], [[ταμίη]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀτρηρός''': -ά, -όν, (ἴδε [[ὀτρύνω]]) [[ταχύς]], [[γοργός]], [[εὐκίνητος]], ἐπίθ. τοῦ [[θεράπων]], Ἰλ. Α. 321, Ὀδ. Α. 109, Δ. 23, κτλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 909· ἐπίθ. τῆς ταμίης, Ἰλ. Ζ. 381· μάζῃ ὀτρηρῇ, κωμικῶς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀτρηροί· ἀνδρεῖοι. ταχεῖς. ὀξεῖς. δραστικοί. ὑπήκοοι. πιστοί, σπουδαῖοι». - Ἐπίρρ. -ρῶς, ὀτραλέως, Ὀδ. Δ. 735. ΙΙ. = [[ὀξύς]], κοπτερός, αἰχμηρός, [[ὀδυνηρός]], Ὀππ. Ἁλ. 2. 529.
|lstext='''ὀτρηρός''': -ά, -όν, (ἴδε [[ὀτρύνω]]) [[ταχύς]], [[γοργός]], [[εὐκίνητος]], ἐπίθ. τοῦ [[θεράπων]], Ἰλ. Α. 321, Ὀδ. Α. 109, Δ. 23, κτλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 909· ἐπίθ. τῆς ταμίης, Ἰλ. Ζ. 381· μάζῃ ὀτρηρῇ, κωμικῶς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀτρηροί· ἀνδρεῖοι. ταχεῖς. ὀξεῖς. δραστικοί. ὑπήκοοι. πιστοί, σπουδαῖοι». - Ἐπίρρ. -ρῶς, ὀτραλέως, Ὀδ. Δ. 735. ΙΙ. = [[ὀξύς]], κοπτερός, αἰχμηρός, [[ὀδυνηρός]], Ὀππ. Ἁλ. 2. 529.
}}
{{Autenrieth
|auten=(cf. [[ὀτραλέως]]): [[busy]], [[nimble]], [[ready]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀτρηρός]] -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[ταχύς]], [[ευκίνητος]], [[πρόθυμος]], [[σβέλτος]] («ὀτρηρώ, θεράποντε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οξύς]], [[αιχμηρός]], [[κοφτερός]], [[οδυνηρός]] («ὀτρηρῆσιν ὀδύνῃσιν», Οππ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀτρηρῶς</i> (Α)<br /><b>1.</b> [[γρήγορα]], εσπευσμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[οτρύνω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀτρηρός:''' -ά, -όν ([[ὀτρύνω]]), [[ταχύς]], [[ευκίνητος]], [[πολυάσχολος]], [[πρόθυμος]], σε Όμηρ., Αριστοφ.· επίρρ. -ρῶς = [[ὀτραλέως]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀτρηρός]], ή, όν [[ὀτρύνω]]<br />[[quick]], [[nimble]], [[busy]], [[ready]], Hom., Ar.:—adv. -ρῶς, = [[ὀτραλέως]], Od.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[γοργός]], [[εὐκίνητος]], [[πρόθυμος]]). Ἀπό τό [[ὀτρύνω]] (=[[παρακινῶ]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 07:05, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀτρηρός Medium diacritics: ὀτρηρός Low diacritics: οτρηρός Capitals: ΟΤΡΗΡΟΣ
Transliteration A: otrērós Transliteration B: otrēros Transliteration C: otriros Beta Code: o)trhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (cf. ὀτρύνω)
A quick, nimble, busy, ready, θεράποντε Il. 1.321, cf. Od.1.109, 4.23, al., Ar.Av.909(lyr.); ταμίη Il.6.381; ὀτρηρὸν.. τὸ ληδάριον ἔχεις, comically, Ar.Av.915; μάζῃ ὀτρηρῇ Matro Conv.92. Adv. ὀτρηρῶς, = ὀτραλέως, Od.4.735.
II = ὀξύς, sharp, cutting, ὀδύναι Opp.H.2.529.

German (Pape)

[Seite 405] 1) schnell, flink, rührig; Beiw. von θεράπων, Il. 1, 321, u. öfter in der Od., auch ταμίη, Il. 6, 381; auch adv., ὀτρηρῶς καλεῖν, Od. 4, 735; Ar. sagt Μουσάων θεράπων ὀτρηρὸς κατὰ τὸν Ὅμηρον, Av. 909. – 2) bei Opp. auch = ὀξύς, ὀτρηραῖς ὀδύναις, Hal. 2, 529; – μάζῃ ὀτρηρῇ, bei Matro Ath. IV, 136 d, ist unklar.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
prompt, rapide, agile.
Étymologie: ὀ- prosth. et R. Τρε, être agité ; v. τρέω.

Russian (Dvoretsky)

ὀτρηρός: быстрый, проворный (θεράπων, ταμίη Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀτρηρός: -ά, -όν, (ἴδε ὀτρύνω) ταχύς, γοργός, εὐκίνητος, ἐπίθ. τοῦ θεράπων, Ἰλ. Α. 321, Ὀδ. Α. 109, Δ. 23, κτλ., πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 909· ἐπίθ. τῆς ταμίης, Ἰλ. Ζ. 381· μάζῃ ὀτρηρῇ, κωμικῶς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀτρηροί· ἀνδρεῖοι. ταχεῖς. ὀξεῖς. δραστικοί. ὑπήκοοι. πιστοί, σπουδαῖοι». - Ἐπίρρ. -ρῶς, ὀτραλέως, Ὀδ. Δ. 735. ΙΙ. = ὀξύς, κοπτερός, αἰχμηρός, ὀδυνηρός, Ὀππ. Ἁλ. 2. 529.

English (Autenrieth)

(cf. ὀτραλέως): busy, nimble, ready.

Greek Monolingual

ὀτρηρός -ά, -όν (Α)
1. ταχύς, ευκίνητος, πρόθυμος, σβέλτος («ὀτρηρώ, θεράποντε», Ομ. Ιλ.)
2. οξύς, αιχμηρός, κοφτερός, οδυνηρός («ὀτρηρῆσιν ὀδύνῃσιν», Οππ.).
επίρρ...
ὀτρηρῶς (Α)
1. γρήγορα, εσπευσμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οτρύνω].

Greek Monotonic

ὀτρηρός: -ά, -όν (ὀτρύνω), ταχύς, ευκίνητος, πολυάσχολος, πρόθυμος, σε Όμηρ., Αριστοφ.· επίρρ. -ρῶς = ὀτραλέως, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ὀτρηρός, ή, όν ὀτρύνω
quick, nimble, busy, ready, Hom., Ar.:—adv. -ρῶς, = ὀτραλέως, Od.

Mantoulidis Etymological

(=γοργός, εὐκίνητος, πρόθυμος). Ἀπό τό ὀτρύνω (=παρακινῶ), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.