ὀχλαγωγία: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ochlagogia | |Transliteration C=ochlagogia | ||
|Beta Code=o)xlagwgi/a | |Beta Code=o)xlagwgi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[charlatanism]], [[fooling of the mob]], Plu.''Pyrrh.''29; [[conventus]], [[convicium]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] ἡ, das Zusammenführen, Zusammenrotten des großen Haufens, Plut. Pyrrh. 29. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0430.png Seite 430]] ἡ, das Zusammenführen, Zusammenrotten des großen Haufens, Plut. Pyrrh. 29. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[action d'attirer le peuple]], [[charlatanisme]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀχλαγωγός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀχλᾰγωγία:''' ἡ досл. хитрое привлечение на свою сторону толпы, перен. обман, надувательство Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀχλᾰγωγία''': ἡ, συναγωγὴ λαοῦ ἢ ὄχλου, [[ἀταξία]] τοῦ λαοῦ, Πλουτ. Πύρρ. 29. | |lstext='''ὀχλᾰγωγία''': ἡ, συναγωγὴ λαοῦ ἢ ὄχλου, [[ἀταξία]] τοῦ λαοῦ, Πλουτ. Πύρρ. 29. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ὀχλαγωγία]]) [[οχλαγωγός]]<br />[[θορυβώδης]] [[συνάθροιση]] πλήθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκέντρωση]] όχλου που γίνεται με θόρυβο και τείνει στη [[δημιουργία]] ταραχών<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[θόρυβος]] που προέρχεται από δυνατές συγκεχυμένες φωνές, [[οχλοβοή]], [[βαβυλωνία]], [[χάβρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θορυβώδης]] [[συζήτηση]], [[συνέλευση]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀχλᾰγωγία:''' ἡ, [[συνάθροιση]] όχλου, σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὀχλᾰγωγία, ἡ,<br />mob-[[oratory]], Plut. [from ὀχλᾰγωγός] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ἀταξία]] τοῦ λαοῦ). Ἀπό τό [[ὄχλος]] + [[ἄγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[ὀχλέω]] -ῶ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:23, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, charlatanism, fooling of the mob, Plu.Pyrrh.29; conventus, convicium, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 430] ἡ, das Zusammenführen, Zusammenrotten des großen Haufens, Plut. Pyrrh. 29.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action d'attirer le peuple, charlatanisme.
Étymologie: ὀχλαγωγός.
Russian (Dvoretsky)
ὀχλᾰγωγία: ἡ досл. хитрое привлечение на свою сторону толпы, перен. обман, надувательство Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχλᾰγωγία: ἡ, συναγωγὴ λαοῦ ἢ ὄχλου, ἀταξία τοῦ λαοῦ, Πλουτ. Πύρρ. 29.
Greek Monolingual
η (Α ὀχλαγωγία) οχλαγωγός
θορυβώδης συνάθροιση πλήθους
νεοελλ.
1. συγκέντρωση όχλου που γίνεται με θόρυβο και τείνει στη δημιουργία ταραχών
2. (κατ' επέκτ.) θόρυβος που προέρχεται από δυνατές συγκεχυμένες φωνές, οχλοβοή, βαβυλωνία, χάβρα
αρχ.
θορυβώδης συζήτηση, συνέλευση.
Greek Monotonic
ὀχλᾰγωγία: ἡ, συνάθροιση όχλου, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ὀχλᾰγωγία, ἡ,
mob-oratory, Plut. [from ὀχλᾰγωγός]
Mantoulidis Etymological
(=ἀταξία τοῦ λαοῦ). Ἀπό τό ὄχλος + ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη ὀχλέω -ῶ.