σκηνογραφία: Difference between revisions
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
(Bailly1_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skinografia | |Transliteration C=skinografia | ||
|Beta Code=skhnografi/a | |Beta Code=skhnografi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[scene-painting]], Arist.''Po.''1449a18 (who ascribes its introduction to Sophocles): pl., Plb.12.28A.''1''.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[illusion]], <b class="b3">τραγῳδία καὶ σ.</b> Plu.''Arat.''15, S.E.''M.''7.88. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0895.png Seite 895]] ἡ, die Kunst, die Bühne auszumalen, Theatermalerei, perspectivische Malerei der hinteren Vorhänge u. der landschaftlichen od. architectonischen Seitenverzierungen, vgl. S. Emp. adv. log. 1, 88; übertr., erdichtete, tragödienartige Erzählung, πάντα τὰ [[ἐκεῖ]] πράγματα τραγῳδίαν [[ὄντα]] καὶ σκηνογραφίαν, Plut. Arat. 15. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0895.png Seite 895]] ἡ, die Kunst, die Bühne auszumalen, Theatermalerei, perspectivische Malerei der hinteren Vorhänge u. der landschaftlichen od. architectonischen Seitenverzierungen, vgl. S. Emp. adv. log. 1, 88; übertr., erdichtete, tragödienartige Erzählung, πάντα τὰ [[ἐκεῖ]] πράγματα τραγῳδίαν [[ὄντα]] καὶ σκηνογραφίαν, Plut. Arat. 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[récit]] <i>ou</i> description dramatique;<br /><b>2</b> [[décor de peinture pour le théâtre]].<br />'''Étymologie:''' [[σκηνογράφος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκηνογρᾰφία -ας, ἡ [[[σκηνή]], [[γράφω]]] schilderen van decors; overdr. illusie. Plut. Arat. 15.3. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκηνογρᾰφία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[театральная живопись]], [[декоративное искусство]] Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[сценический вымысел]] ([[τραγῳδία]] καὶ σ. Plut.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>1.</b> η συνολική [[αισθητική]] [[σύνθεση]] μιας παράστασης, [[αποτέλεσμα]] της αξιοποίησης διαφόρων σκηνικών μέσων, όπως [[είναι]] τα ζωγραφισμένα σκηνικά, ο [[φωτισμός]], τα κοστούμια, ο [[ήχος]], ο [[αρχιτεκτονικός]] [[σχεδιασμός]] της σκηνής και ο [[τεχνικός]] [[εξοπλισμός]], αλλ. [[σκηνικός]] [[διάκοσμος]]<br /><b>2.</b> η [[τέχνη]] της δημιουργίας σκηνικού διακόσμου<br /><b>αρχ.</b><br />απατηλή [[εντύπωση]], [[οφθαλμαπάτη]], [[ψευδαίσθηση]] («τὰ ἐκεῖ πράγματα τραγωδίαν [[ὄντα]] καὶ σκηνογραφίαν», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκηνή]] <span style="color: red;">+</span> -[[γραφία]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκηνογρᾰφία:''' ἡ, [[διακόσμηση]] της θεατρικής σκηνής με ζωγραφιές, σκηνική [[ζωγραφιά]], σε Αριστ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκηνογραφία''': τὸ ζωγραφεῖν τὴν σκηνήν, σκηνικὴ [[ζωγραφία]], Ἀριστ. Ποιητ. 4, 16 ([[ὅστις]] ἀποδίδει τὴν ἀρχὴν αὐτῆς εἰς τὸν Σοφοκλέα). 2) μεταφορ., [[ἀπάτη]], σκ. καὶ [[τραγῳδία]]· Πλουτ. Ἄραρ. 15, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 88. | |lstext='''σκηνογραφία''': τὸ ζωγραφεῖν τὴν σκηνήν, σκηνικὴ [[ζωγραφία]], Ἀριστ. Ποιητ. 4, 16 ([[ὅστις]] ἀποδίδει τὴν ἀρχὴν αὐτῆς εἰς τὸν Σοφοκλέα). 2) μεταφορ., [[ἀπάτη]], σκ. καὶ [[τραγῳδία]]· Πλουτ. Ἄραρ. 15, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 88. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=σκηνογρᾰφία, ἡ, [from σκηνογρᾰ́φος]<br />[[scene]]-[[painting]], Arist. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A scene-painting, Arist.Po.1449a18 (who ascribes its introduction to Sophocles): pl., Plb.12.28A.1.
2 metaph., illusion, τραγῳδία καὶ σ. Plu.Arat.15, S.E.M.7.88.
German (Pape)
[Seite 895] ἡ, die Kunst, die Bühne auszumalen, Theatermalerei, perspectivische Malerei der hinteren Vorhänge u. der landschaftlichen od. architectonischen Seitenverzierungen, vgl. S. Emp. adv. log. 1, 88; übertr., erdichtete, tragödienartige Erzählung, πάντα τὰ ἐκεῖ πράγματα τραγῳδίαν ὄντα καὶ σκηνογραφίαν, Plut. Arat. 15.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 récit ou description dramatique;
2 décor de peinture pour le théâtre.
Étymologie: σκηνογράφος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκηνογρᾰφία -ας, ἡ [σκηνή, γράφω] schilderen van decors; overdr. illusie. Plut. Arat. 15.3.
Russian (Dvoretsky)
σκηνογρᾰφία: ἡ
1 театральная живопись, декоративное искусство Arst.;
2 сценический вымысел (τραγῳδία καὶ σ. Plut.).
Greek Monolingual
η, ΝΑ
1. η συνολική αισθητική σύνθεση μιας παράστασης, αποτέλεσμα της αξιοποίησης διαφόρων σκηνικών μέσων, όπως είναι τα ζωγραφισμένα σκηνικά, ο φωτισμός, τα κοστούμια, ο ήχος, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός της σκηνής και ο τεχνικός εξοπλισμός, αλλ. σκηνικός διάκοσμος
2. η τέχνη της δημιουργίας σκηνικού διακόσμου
αρχ.
απατηλή εντύπωση, οφθαλμαπάτη, ψευδαίσθηση («τὰ ἐκεῖ πράγματα τραγωδίαν ὄντα καὶ σκηνογραφίαν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -γραφία].
Greek Monotonic
σκηνογρᾰφία: ἡ, διακόσμηση της θεατρικής σκηνής με ζωγραφιές, σκηνική ζωγραφιά, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνογραφία: τὸ ζωγραφεῖν τὴν σκηνήν, σκηνικὴ ζωγραφία, Ἀριστ. Ποιητ. 4, 16 (ὅστις ἀποδίδει τὴν ἀρχὴν αὐτῆς εἰς τὸν Σοφοκλέα). 2) μεταφορ., ἀπάτη, σκ. καὶ τραγῳδία· Πλουτ. Ἄραρ. 15, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 88.