ἐμπρίω: Difference between revisions
(Bailly1_2) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=emprio | |Transliteration C=emprio | ||
|Beta Code=e)mpri/w | |Beta Code=e)mpri/w | ||
|Definition=[ῑ], Ep. ἐνιπ-, < | |Definition=[ῑ], Ep. ἐνιπ-,<br><span class="bld">A</span> [[saw into]], [[ὀστέον]], vulg. for <b class="b3">ἐκ-</b>, Hp.''VC''21; <b class="b3">τὸ οὖς ἐνέπρῑσε τοῖς ὀδοῦσι</b> [[bit deep into]] it, [[Diodorus Siculus|D.S.]]10.17.<br><span class="bld">II</span> [[gnash together]], <b class="b3">ὀδόντας ἐμπεπρικώς</b> [[having]] the teeth [[fixed in a bite]], Id.17.92, [[varia lectio|v.l.]] in Luc.''Somn.''14; ἐ. γένυν Χαλινοῖς Opp.''H.''5.186, cf. ''C.''2.261.<br><span class="bld">III</span> intr., [[bite]], [[be pungent]], [[σίνηπυν]], [[ὀνόγυρον]], etc., Nic.''Al.''533 (dub. l.), ''Th.''71, al.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">ἐμπρίων σφυγμός</b> [[saw-like]], [[hard]] pulse, Gal.8.474, Alex.Trall.6.1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> ép. ἐνιπ- Opp.<i>C</i>.2.261<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[morder]], [[clavar los dientes en]], [[dentellear]] c. ac. de la parte mordida περιχανὼν τὸ οὖς ἐνέπρισε τοῖς ὀδοῦσι [[Diodorus Siculus|D.S.]]10.18, μέτωπον ἐνιπρίουσι γένυσσιν (las serpientes) clavan sus dientes en la frente del ciervo</i>, Opp.<i>C</i>.2.261<br /><b class="num">•</b>abs. γόμφοισιν ἐμπρίων rechinando los dientes</i>, dentellando</i> Tim.15.69.<br /><b class="num">2</b> [[clavar]], [[apretar]] c. ac. de los dientes ὁ δὲ κύων ... τοὺς ὀδόντας ἐμπεπρικὼς ἔμενεν [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.92, (ἵππος) γένυν ... χαλινοῖς ἐμπρίει Opp.<i>H</i>.5.186.<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[picar]], [[ser acre]] sólo en part. ἐμπρίων [[acre]], [[picante]] σίνηπυ Nic.<i>Al</i>.533, ὀνόγυρος Nic.<i>Th</i>.71.<br /><b class="num">2</b> [[serrar]] sólo en part. ἐμπρίων σφυγμός [[pulso de sierra]], [[que recuerda el funcionamiento de la sierra]] propio de la pleuritis φλεγμονῆς σφυγμὸς ὁ μὲν κοινὸς ἁπάσης οἷον ἐμπρίων ἐστίν Gal.8.474, cf. Aët.8.76, Alex.Trall.2.229.11, <i>Anecd.Erm</i>.63. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0817.png Seite 817]] (s. [[πρίω]]), hineinsägen, einsägen; Hippocr.; – hineinbeißen, ὀδόντας ἐμπεπρικώς D. Sic. 17, 92; [[μέτωπον]] ἐνιπρίουσι γένυσσι Opp. Cyn. 2, 261, wie γένυν χαλινοῖς, knirschend ins Gebiß beißen, Hal. 5, 183. – | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0817.png Seite 817]] (s. [[πρίω]]), hineinsägen, einsägen; Hippocr.; – hineinbeißen, ὀδόντας ἐμπεπρικώς D. Sic. 17, 92; [[μέτωπον]] ἐνιπρίουσι γένυσσι Opp. Cyn. 2, 261, wie γένυν χαλινοῖς, knirschend ins Gebiß beißen, Hal. 5, 183. – Übertr. auch von dem Geschmack von Senf u. ä., beißen, Nic. Al. 533 Th. 71. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> [[entamer avec la scie]], [[scier]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> entamer comme avec une scie, mordre profondément;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> avoir une saveur mordante <i>ou</i> piquante.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πρίω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμπρίω:''' (ῑ) вонзаться (словно) пилой: ἐμπρῖσαί τι τοῖς ὀδοῦσι Diod. впиться зубами во что-л.; τοὺς ὀδόντας ἐμπεπρικώς Diod. стиснув зубы. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπρίω''': ῑ: μέλλ. -ίσω, [[πριονίζω]] ἔν τινι, [[ὀστέον]] Ἱππ. π. Τρωμ. 913 (ὁ Littré ἔχει ἐκπρ-)· τὸ οὖς ἐνέπρισε τοῖς ὀδοῦσι, ἐδάγκασεν αὐτὸ βαθέως, Διοδ. Ἐκλογ. 558. 65. ΙΙ. [[σφίγγω]], τοὺς ὀδόντας ἐμπεπρικώς, περὶ κυνός, ὁ αὐτ. 17. 92· [[τρίζω]], καὶ τοὺς ὀδόντας ἐνέπριε (διάφ. γρ. συνέπριε) Λουκ. Ἐνύπν. 14· [[οὕτως]], ἐμπρ. γένυν χαλινοῖς Ὀππ. Ἁλ. 5. 186, πρβλ. Κυνηγ. 2. 261. ΙΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[δριμύς]], καυστικὸς τὴν γεῦσιν, [[καίω]], ἐπὶ τοῦ σινάπεως καὶ τῶν τοιούτων, Νικ. Ἀλεξιφ. 533, Θηρ. 71· πρβλ. Γαλην. τ. 8, σ. 8Ε. | |lstext='''ἐμπρίω''': ῑ: μέλλ. -ίσω, [[πριονίζω]] ἔν τινι, [[ὀστέον]] Ἱππ. π. Τρωμ. 913 (ὁ Littré ἔχει ἐκπρ-)· τὸ οὖς ἐνέπρισε τοῖς ὀδοῦσι, ἐδάγκασεν αὐτὸ βαθέως, Διοδ. Ἐκλογ. 558. 65. ΙΙ. [[σφίγγω]], τοὺς ὀδόντας ἐμπεπρικώς, περὶ κυνός, ὁ αὐτ. 17. 92· [[τρίζω]], καὶ τοὺς ὀδόντας ἐνέπριε (διάφ. γρ. συνέπριε) Λουκ. Ἐνύπν. 14· [[οὕτως]], ἐμπρ. γένυν χαλινοῖς Ὀππ. Ἁλ. 5. 186, πρβλ. Κυνηγ. 2. 261. ΙΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[δριμύς]], καυστικὸς τὴν γεῦσιν, [[καίω]], ἐπὶ τοῦ σινάπεως καὶ τῶν τοιούτων, Νικ. Ἀλεξιφ. 533, Θηρ. 71· πρβλ. Γαλην. τ. 8, σ. 8Ε. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[ἐμπρίω]], επικ. τ. [[ἐνιπρίω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πριονίζω]] [[μέσα]]<br /><b>2.</b> [[δαγκώνω]] πριονιστά, [[βαθιά]]<br /><b>3.</b> (για [[σκύλο]]) [[σφίγγω]] και [[τρίζω]] τα δόντια<br /><b>4.</b> [[τρίζω]]<br /><b>5.</b> <b>(αμετ.)</b> (για [[σινάπι]] <b>κ.ά.</b>) έχω καυστική, πιπεράτη [[γεύση]], [[καίω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐμπρίω:''' [ῑ], μέλ. <i>-ίσω</i> (<i>ἐν</i>), [[πριονίζω]], [[τρίζω]] τα δόντια, σε Λουκ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ίσω [ἐν]<br />to saw [[into]], to [[gnash]] the teeth [[together]], Luc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:56, 27 March 2024
English (LSJ)
[ῑ], Ep. ἐνιπ-,
A saw into, ὀστέον, vulg. for ἐκ-, Hp.VC21; τὸ οὖς ἐνέπρῑσε τοῖς ὀδοῦσι bit deep into it, D.S.10.17.
II gnash together, ὀδόντας ἐμπεπρικώς having the teeth fixed in a bite, Id.17.92, v.l. in Luc.Somn.14; ἐ. γένυν Χαλινοῖς Opp.H.5.186, cf. C.2.261.
III intr., bite, be pungent, σίνηπυν, ὀνόγυρον, etc., Nic.Al.533 (dub. l.), Th.71, al.
2 ἐμπρίων σφυγμός saw-like, hard pulse, Gal.8.474, Alex.Trall.6.1.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ép. ἐνιπ- Opp.C.2.261
I tr.
1 morder, clavar los dientes en, dentellear c. ac. de la parte mordida περιχανὼν τὸ οὖς ἐνέπρισε τοῖς ὀδοῦσι D.S.10.18, μέτωπον ἐνιπρίουσι γένυσσιν (las serpientes) clavan sus dientes en la frente del ciervo, Opp.C.2.261
•abs. γόμφοισιν ἐμπρίων rechinando los dientes, dentellando Tim.15.69.
2 clavar, apretar c. ac. de los dientes ὁ δὲ κύων ... τοὺς ὀδόντας ἐμπεπρικὼς ἔμενεν D.S.17.92, (ἵππος) γένυν ... χαλινοῖς ἐμπρίει Opp.H.5.186.
II intr.
1 picar, ser acre sólo en part. ἐμπρίων acre, picante σίνηπυ Nic.Al.533, ὀνόγυρος Nic.Th.71.
2 serrar sólo en part. ἐμπρίων σφυγμός pulso de sierra, que recuerda el funcionamiento de la sierra propio de la pleuritis φλεγμονῆς σφυγμὸς ὁ μὲν κοινὸς ἁπάσης οἷον ἐμπρίων ἐστίν Gal.8.474, cf. Aët.8.76, Alex.Trall.2.229.11, Anecd.Erm.63.
German (Pape)
[Seite 817] (s. πρίω), hineinsägen, einsägen; Hippocr.; – hineinbeißen, ὀδόντας ἐμπεπρικώς D. Sic. 17, 92; μέτωπον ἐνιπρίουσι γένυσσι Opp. Cyn. 2, 261, wie γένυν χαλινοῖς, knirschend ins Gebiß beißen, Hal. 5, 183. – Übertr. auch von dem Geschmack von Senf u. ä., beißen, Nic. Al. 533 Th. 71.
French (Bailly abrégé)
I. tr. 1 entamer avec la scie, scier;
2 p. ext. entamer comme avec une scie, mordre profondément;
II. intr. avoir une saveur mordante ou piquante.
Étymologie: ἐν, πρίω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπρίω: (ῑ) вонзаться (словно) пилой: ἐμπρῖσαί τι τοῖς ὀδοῦσι Diod. впиться зубами во что-л.; τοὺς ὀδόντας ἐμπεπρικώς Diod. стиснув зубы.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπρίω: ῑ: μέλλ. -ίσω, πριονίζω ἔν τινι, ὀστέον Ἱππ. π. Τρωμ. 913 (ὁ Littré ἔχει ἐκπρ-)· τὸ οὖς ἐνέπρισε τοῖς ὀδοῦσι, ἐδάγκασεν αὐτὸ βαθέως, Διοδ. Ἐκλογ. 558. 65. ΙΙ. σφίγγω, τοὺς ὀδόντας ἐμπεπρικώς, περὶ κυνός, ὁ αὐτ. 17. 92· τρίζω, καὶ τοὺς ὀδόντας ἐνέπριε (διάφ. γρ. συνέπριε) Λουκ. Ἐνύπν. 14· οὕτως, ἐμπρ. γένυν χαλινοῖς Ὀππ. Ἁλ. 5. 186, πρβλ. Κυνηγ. 2. 261. ΙΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι δριμύς, καυστικὸς τὴν γεῦσιν, καίω, ἐπὶ τοῦ σινάπεως καὶ τῶν τοιούτων, Νικ. Ἀλεξιφ. 533, Θηρ. 71· πρβλ. Γαλην. τ. 8, σ. 8Ε.
Greek Monolingual
ἐμπρίω, επικ. τ. ἐνιπρίω (Α)
1. πριονίζω μέσα
2. δαγκώνω πριονιστά, βαθιά
3. (για σκύλο) σφίγγω και τρίζω τα δόντια
4. τρίζω
5. (αμετ.) (για σινάπι κ.ά.) έχω καυστική, πιπεράτη γεύση, καίω.
Greek Monotonic
ἐμπρίω: [ῑ], μέλ. -ίσω (ἐν), πριονίζω, τρίζω τα δόντια, σε Λουκ.