κατάπλους: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Fragment 698
(Bailly1_3) |
|||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=κατάπλους | |||
|Medium diacritics=κατάπλους | |||
|Low diacritics=κατάπλους | |||
|Capitals=ΚΑΤΑΠΛΟΥΣ | |||
|Transliteration A=katáplous | |||
|Transliteration B=kataplous | |||
|Transliteration C=kataplous | |||
|Beta Code=kata/plous | |||
|Definition=ὁ, ''contr.'' for [[κατάπλοος]]. | |||
}} | |||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>att. c.</i> [[κατάπλοος]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>att. c.</i> [[κατάπλοος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[κατάπλους]], και -οος) [[καταπλέω]]<br /><b>1.</b> το να πλέει [[κάποιος]] από το ανοιχτό [[πέλαγος]] [[προς]] την [[ακτή]] ή το [[λιμάνι]], [[πλους]] [[προς]] την [[ξηρά]], [[άφιξη]] πλοίου ή στόλου, [[προσόρμιση]], [[ελλιμενισμός]]<br /><b>2.</b> ο [[πλους]] [[προς]] τα [[κάτω]] ή [[κατά]] το [[ρεύμα]] του ποταμού<br /><b>αρχ.</b><br />η [[επιστροφή]] διά θαλάσσης, ο [[πλους]] της επιστροφής («ὁ [[οἴκαδε]] [[κατάπλους]]», <b>Ξεν.</b>). | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατάπλους -ου, ὁ, zonder contr. κατάπλοος -οου [καταπλέω] [[landing]], [[aankomst]]:. νεῶν κατάπλους landing van schepen Thuc. 4.10.5. vaart:. οἴκαδε κ. terugvaart naar huis Xen. Hell. 1.4.11. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=(see also: [[κατάπλοος]]) [[by sea]], [[sailing to land]] | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, zusammengezogen aus [[κατάπλοος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 20:05, 28 November 2022
English (LSJ)
ὁ, contr. for κατάπλοος.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
att. c. κατάπλοος.
Greek Monolingual
ο (Α κατάπλους, και -οος) καταπλέω
1. το να πλέει κάποιος από το ανοιχτό πέλαγος προς την ακτή ή το λιμάνι, πλους προς την ξηρά, άφιξη πλοίου ή στόλου, προσόρμιση, ελλιμενισμός
2. ο πλους προς τα κάτω ή κατά το ρεύμα του ποταμού
αρχ.
η επιστροφή διά θαλάσσης, ο πλους της επιστροφής («ὁ οἴκαδε κατάπλους», Ξεν.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάπλους -ου, ὁ, zonder contr. κατάπλοος -οου [καταπλέω] landing, aankomst:. νεῶν κατάπλους landing van schepen Thuc. 4.10.5. vaart:. οἴκαδε κ. terugvaart naar huis Xen. Hell. 1.4.11.
English (Woodhouse)
(see also: κατάπλοος) by sea, sailing to land
German (Pape)
ὁ, zusammengezogen aus κατάπλοος.