κατάλοιπος: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(7) |
|||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kataloipos | |Transliteration C=kataloipos | ||
|Beta Code=kata/loipos | |Beta Code=kata/loipos | ||
|Definition= | |Definition=κατάλοιπον, [[left remaining]], τὸ κ. ἀπεργάζεσθαι Pl.''Ti.''39e; <b class="b3">ἐκ τοῦ κ.</b> [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''548b18, cf. ''Michel''829.23 (i B. C.), etc.; τὰ κ. τῆς διεξόδου Phld.''Rh.''1.120 S.; <b class="b3">τοῦτο… κατάλοιπόν</b> ([[ἐστι]]) c. inf., Strato Com. 1.10; ἡ κ. εἰσβολή Plb.3.91.9; <b class="b3">ἡ κ.</b> the [[other]] of two, Gal.7.314. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1361.png Seite 1361]] übrig geblieben; Plat. Tim. 39 e; Arist. H. A. 5, 16; häufiger bei Pol. u. Sp.; τοῦτο ἔστι κατάλοιπον c. inf., das fehlte noch, Strato Ath. IX, 382 d. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατά-λοιπος -ον overblijvend, resterend. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάλοιπος:''' [[остающийся]], [[остальной]], [[прочий]] Plut., Arst., NT. | |||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[κατά]] and [[λοιποί]]; [[left]] down ([[behind]]), i.e [[remaining]] (plural the [[rest]]): [[residue]]. | |||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=κατάλοιπον ([[λοιπός]]), [[left]] [[remaining]]: (οἱ κατάλοιποι [[τῶν]] ἀνθρώπων A. V., the [[residue]] of men), [[Plato]], [[Aristotle]], [[Polybius]]; the Sept..) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάλοιπος]], -ον) [[καταλείπω]]<br />ο [[υπόλοιπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κατάλοιπο</i><br /><b>1.</b> ό,τι απομένει, το [[υπόλοιπο]]<br /><b>2.</b> ό,τι παραμένει ύστερα από μια βιομηχανική [[επεξεργασία]] ή από μια [[φυσική]], χημική κ.ά. [[μεταβολή]] (α. «τα κατάλοιπα τών βιομηχανιών» β. «ραδιενεργά κατάλοιπα πυρηνικής έκρηξης»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[βίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ένας]] από τους δύο. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατάλοιπος''': -ον, ὁ ἀφεθεὶς [[ὑπόλοιπος]], Πλάτ. Τίμ. 39Ε, κτλ.· ἐκ τοῦ κ. Ἀριστ. π. τὰ Ζῷα Ἱστ. 5. 16, 6· τοῦτο… κατάλοιπόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Στράτων Φοιν. 1. 10· πρβλ. [[κατάλυπος]]= [[κατάλοιπος]] ἐν Βοιωτ. ἐπιγραφ., πρβλ. ἀπόλυπυ (=ἀπόλοιποι) Ἐπιγρ. | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':kat£loipoj 卡他-睞坡士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':下-缺乏的<br />'''字義溯源''':餘剩的,剩下的,其餘的;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[λοιπός]])=其餘的)組成;而 ([[λοιπός]])出自([[λείπω]])*=缺少,留下)。<br />'''同義字''':1) ([[κατάλοιπος]])餘剩的 2) ([[λοιπός]])其餘的 3) ([[τέλος]])結局<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 餘剩(1) 徒15:17 | |||
}} | |||
{{ntsuppl | |||
|ntstxt=ος, ον<br>qui reste ; le reste de<br>[[καταλείπω]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:52, 24 November 2023
English (LSJ)
κατάλοιπον, left remaining, τὸ κ. ἀπεργάζεσθαι Pl.Ti.39e; ἐκ τοῦ κ. Arist.HA548b18, cf. Michel829.23 (i B. C.), etc.; τὰ κ. τῆς διεξόδου Phld.Rh.1.120 S.; τοῦτο… κατάλοιπόν (ἐστι) c. inf., Strato Com. 1.10; ἡ κ. εἰσβολή Plb.3.91.9; ἡ κ. the other of two, Gal.7.314.
German (Pape)
[Seite 1361] übrig geblieben; Plat. Tim. 39 e; Arist. H. A. 5, 16; häufiger bei Pol. u. Sp.; τοῦτο ἔστι κατάλοιπον c. inf., das fehlte noch, Strato Ath. IX, 382 d.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατά-λοιπος -ον overblijvend, resterend.
Russian (Dvoretsky)
κατάλοιπος: остающийся, остальной, прочий Plut., Arst., NT.
English (Strong)
from κατά and λοιποί; left down (behind), i.e remaining (plural the rest): residue.
English (Thayer)
κατάλοιπον (λοιπός), left remaining: (οἱ κατάλοιποι τῶν ἀνθρώπων A. V., the residue of men), Plato, Aristotle, Polybius; the Sept..)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κατάλοιπος, -ον) καταλείπω
ο υπόλοιπος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κατάλοιπο
1. ό,τι απομένει, το υπόλοιπο
2. ό,τι παραμένει ύστερα από μια βιομηχανική επεξεργασία ή από μια φυσική, χημική κ.ά. μεταβολή (α. «τα κατάλοιπα τών βιομηχανιών» β. «ραδιενεργά κατάλοιπα πυρηνικής έκρηξης»)
3. μτφ. βίωμα
αρχ.
ο ένας από τους δύο.
Greek (Liddell-Scott)
κατάλοιπος: -ον, ὁ ἀφεθεὶς ὑπόλοιπος, Πλάτ. Τίμ. 39Ε, κτλ.· ἐκ τοῦ κ. Ἀριστ. π. τὰ Ζῷα Ἱστ. 5. 16, 6· τοῦτο… κατάλοιπόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Στράτων Φοιν. 1. 10· πρβλ. κατάλυπος= κατάλοιπος ἐν Βοιωτ. ἐπιγραφ., πρβλ. ἀπόλυπυ (=ἀπόλοιποι) Ἐπιγρ.
Chinese
原文音譯:kat£loipoj 卡他-睞坡士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:下-缺乏的
字義溯源:餘剩的,剩下的,其餘的;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(λοιπός)=其餘的)組成;而 (λοιπός)出自(λείπω)*=缺少,留下)。
同義字:1) (κατάλοιπος)餘剩的 2) (λοιπός)其餘的 3) (τέλος)結局
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 餘剩(1) 徒15:17
French (New Testament)
ος, ον
qui reste ; le reste de
καταλείπω