μελέδημα: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meledima
|Transliteration C=meledima
|Beta Code=mele/dhma
|Beta Code=mele/dhma
|Definition=ατος, τό, (μελεδαίνω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">care, anxiety</b>, Hom. always in pl., <b class="b3">μελεδήματα πατρός</b> <b class="b2">anxieties about</b> his father, <span class="bibl">Od.15.8</span>; of sleep, λύων μ. θυμοῦ <span class="bibl">Il.23.62</span>; <b class="b3">μελεδήματα θεῶν</b> <b class="b2">the care</b> of the gods [for men], <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1103</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">object of care</b>, Χαρίτων Ibyc.5; ἐμοὶ μ. ἰσχάς <span class="bibl">Alex.162.15</span> (anap.); Μοισάων <span class="title">Epigr.Gr.</span>238 (Smyrna).</span>
|Definition=-ατος, τό, ([[μελεδαίνω]])<br><span class="bld">A</span> [[care]], [[anxiety]], Hom. always in plural, <b class="b3">μελεδήματα πατρός</b> [[anxieties about]] his father, Od.15.8; of sleep, λύων μ. θυμοῦ Il.23.62; <b class="b3">μελεδήματα θεῶν</b> [[the care]] of the gods [for men], E.''Hipp.''1103 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> [[object of care]], Χαρίτων Ibyc.5; ἐμοὶ μ. ἰσχάς Alex.162.15 (anap.); Μοισάων ''Epigr.Gr.''238 (Smyrna).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0121.png Seite 121]] τό, 1) die Sorge, Bekümmerniß, Hom. im plur., ἀνὴρ ἔχων μελεδήματα θυμῷ, Od. 4, 650, öfter, μελεδήματα πατρός, Sorge um den Vater, 15, 8. Der Schlaf heißt λύων μελεδήματα θυμοῦ, Il. 23, 62; μελ. θεῶν, Eur. Hipp. 1103, die Fürsorge der Götter. – 2) der Gegenstand, um den man sorgt, der Einem am Herzen liegt, Χαρίτων, Ibyc. 4 bei Ath. XIII, 564 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0121.png Seite 121]] τό, 1) die Sorge, Bekümmerniß, Hom. im plur., ἀνὴρ ἔχων μελεδήματα θυμῷ, Od. 4, 650, öfter, μελεδήματα πατρός, Sorge um den Vater, 15, 8. Der Schlaf heißt λύων μελεδήματα θυμοῦ, Il. 23, 62; μελ. θεῶν, Eur. Hipp. 1103, die Fürsorge der Götter. – 2) der Gegenstand, um den man sorgt, der Einem am Herzen liegt, Χαρίτων, Ibyc. 4 bei Ath. XIII, 564 e.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />inquiétude, souci, soin ; μελεδήματα [[θεῶν]] EUR sollicitude des dieux (pour les hommes).<br />'''Étymologie:''' [[μελεδαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελέδημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[забота]], [[тревога]], [[огорчение]] (ἔχειν μελεδήματα θυμῷ Hom.): μελεδήματα πατρός Hom. тревоги об отце;<br /><b class="num">2</b> [[забота]], [[попечение]] (τὰ [[θεῶν]] μελεδήματα Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελέδημα''': τό, ([[μελεδαίνω]]), [[φροντίς]], [[μέριμνα]], Ὅμ., [[ὅστις]] ἀείποτε ἔχει τὸν πληθ. μελεδήματα πατρός, ἀνησυχίαι, φροντίδες περὶ τοῦ πατρός, Ὀδ. Ο. 8· ἐπὶ τοῦ ὕπνου, λύων μελεδήματα θυμοῦ Ἰλ. Ψ. 62· πρβλ. [[λυσιμελής]]· - μελεδήματα θεῶν, αἱ μέριμναι τῶν θεῶν [περὶ τῶν ἀνθρώπων], Εὐρ. Ἱππ. 1102. ΙΙ. τὸ περὶ οὗ μεριμνᾷ τις, [[μέλημα]], Ἴβυκ. 4· τό τε θειοφανὲς μητρῷον ἐμοὶ μελέδημ’ [[ἰσχάς]], Φρυγίας εὑρήματα συκῆς Ἄλεξις ἐν «Ὀλυνθίᾳ» 1. 15· πρβλ. [[μέλημα]].
|lstext='''μελέδημα''': τό, ([[μελεδαίνω]]), [[φροντίς]], [[μέριμνα]], Ὅμ., [[ὅστις]] ἀείποτε ἔχει τὸν πληθ. μελεδήματα πατρός, ἀνησυχίαι, φροντίδες περὶ τοῦ πατρός, Ὀδ. Ο. 8· ἐπὶ τοῦ ὕπνου, λύων μελεδήματα θυμοῦ Ἰλ. Ψ. 62· πρβλ. [[λυσιμελής]]· - μελεδήματα θεῶν, αἱ μέριμναι τῶν θεῶν [περὶ τῶν ἀνθρώπων], Εὐρ. Ἱππ. 1102. ΙΙ. τὸ περὶ οὗ μεριμνᾷ τις, [[μέλημα]], Ἴβυκ. 4· τό τε θειοφανὲς μητρῷον ἐμοὶ μελέδημ’ [[ἰσχάς]], Φρυγίας εὑρήματα συκῆς Ἄλεξις ἐν «Ὀλυνθίᾳ» 1. 15· πρβλ. [[μέλημα]].
}}
}}
{{bailly
{{Autenrieth
|btext=ατος (τό) :<br />inquiétude, souci, soin ; μελεδήματα [[θεῶν]] EUR sollicitude des dieux (pour les hommes).<br />'''Étymologie:''' [[μελεδαίνω]].
|auten=ατος ([[μέλω]]): [[care]], [[anxiety]], only pl.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελέδημα]], -ατος, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[φροντίδα]], [[μέριμνα]]<br /><b>2.</b> [[έγνοια]], [[ανησυχία]] («ἀλλ' ἐνὶ θυμῷ [[νύκτα]] δι' ἀμβροσίην μελεδήματα πατρὸς ἔγειρεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτό για το οποίο φροντίζει ή μεριμνά [[κάποιος]], [[μέλημα]], [[αντικείμενο]] φροντίδας («Χαρίτων [[μελέδημα]]», Ίβυκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μελεδαίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημα</i> ([[πρβλ]]. [[μέλημα]], [[νόημα]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελέδημα:''' -ατος, τό ([[μελεδαίνω]]), [[φροντίδα]], [[αγωνία]], [[έγνοια]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>μελεδήματα πατρός</i>, έγνοιες κάποιου για τον [[πατέρα]] του, σε Ομήρ. Οδ.· μελεδήματα [[θεῶν]], η [[φροντίδα]] των θεών για τους ανθρώπους, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μελέδημα]], ατος, τό, [[μελεδαίνω]]<br />[[care]], [[anxiety]], Il.; μελεδήματα πατρός anxieties [[about]] one's [[father]], Od.:— μελεδήματα [[θεῶν]] the [[care]] of gods [for men], Eur.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[φροντίδα]]). Ἀπό τό [[μελεδαίνω]] (=[[φροντίζω]]) κι' [[αὐτό]] ἀπό τό [[μέλος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελέδημα Medium diacritics: μελέδημα Low diacritics: μελέδημα Capitals: ΜΕΛΕΔΗΜΑ
Transliteration A: melédēma Transliteration B: meledēma Transliteration C: meledima Beta Code: mele/dhma

English (LSJ)

-ατος, τό, (μελεδαίνω)
A care, anxiety, Hom. always in plural, μελεδήματα πατρός anxieties about his father, Od.15.8; of sleep, λύων μ. θυμοῦ Il.23.62; μελεδήματα θεῶν the care of the gods [for men], E.Hipp.1103 (lyr.).
II object of care, Χαρίτων Ibyc.5; ἐμοὶ μ. ἰσχάς Alex.162.15 (anap.); Μοισάων Epigr.Gr.238 (Smyrna).

German (Pape)

[Seite 121] τό, 1) die Sorge, Bekümmerniß, Hom. im plur., ἀνὴρ ἔχων μελεδήματα θυμῷ, Od. 4, 650, öfter, μελεδήματα πατρός, Sorge um den Vater, 15, 8. Der Schlaf heißt λύων μελεδήματα θυμοῦ, Il. 23, 62; μελ. θεῶν, Eur. Hipp. 1103, die Fürsorge der Götter. – 2) der Gegenstand, um den man sorgt, der Einem am Herzen liegt, Χαρίτων, Ibyc. 4 bei Ath. XIII, 564 e.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
inquiétude, souci, soin ; μελεδήματα θεῶν EUR sollicitude des dieux (pour les hommes).
Étymologie: μελεδαίνω.

Russian (Dvoretsky)

μελέδημα: ατος τό
1 забота, тревога, огорчение (ἔχειν μελεδήματα θυμῷ Hom.): μελεδήματα πατρός Hom. тревоги об отце;
2 забота, попечение (τὰ θεῶν μελεδήματα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μελέδημα: τό, (μελεδαίνω), φροντίς, μέριμνα, Ὅμ., ὅστις ἀείποτε ἔχει τὸν πληθ. μελεδήματα πατρός, ἀνησυχίαι, φροντίδες περὶ τοῦ πατρός, Ὀδ. Ο. 8· ἐπὶ τοῦ ὕπνου, λύων μελεδήματα θυμοῦ Ἰλ. Ψ. 62· πρβλ. λυσιμελής· - μελεδήματα θεῶν, αἱ μέριμναι τῶν θεῶν [περὶ τῶν ἀνθρώπων], Εὐρ. Ἱππ. 1102. ΙΙ. τὸ περὶ οὗ μεριμνᾷ τις, μέλημα, Ἴβυκ. 4· τό τε θειοφανὲς μητρῷον ἐμοὶ μελέδημ’ ἰσχάς, Φρυγίας εὑρήματα συκῆς Ἄλεξις ἐν «Ὀλυνθίᾳ» 1. 15· πρβλ. μέλημα.

English (Autenrieth)

ατος (μέλω): care, anxiety, only pl.

Greek Monolingual

μελέδημα, -ατος, τὸ (Α)
1. φροντίδα, μέριμνα
2. έγνοια, ανησυχία («ἀλλ' ἐνὶ θυμῷ νύκτα δι' ἀμβροσίην μελεδήματα πατρὸς ἔγειρεν», Ομ. Οδ.)
2. αυτό για το οποίο φροντίζει ή μεριμνά κάποιος, μέλημα, αντικείμενο φροντίδας («Χαρίτων μελέδημα», Ίβυκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδαίνω + κατάλ. -ημα (πρβλ. μέλημα, νόημα)].

Greek Monotonic

μελέδημα: -ατος, τό (μελεδαίνω), φροντίδα, αγωνία, έγνοια, σε Ομήρ. Ιλ.· μελεδήματα πατρός, έγνοιες κάποιου για τον πατέρα του, σε Ομήρ. Οδ.· μελεδήματα θεῶν, η φροντίδα των θεών για τους ανθρώπους, σε Ευρ.

Middle Liddell

μελέδημα, ατος, τό, μελεδαίνω
care, anxiety, Il.; μελεδήματα πατρός anxieties about one's father, Od.:— μελεδήματα θεῶν the care of gods [for men], Eur.

Mantoulidis Etymological

(=φροντίδα). Ἀπό τό μελεδαίνω (=φροντίζω) κι' αὐτό ἀπό τό μέλος.