μεταποιέω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(Bailly1_3)
(CSV import)
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metapoieo
|Transliteration C=metapoieo
|Beta Code=metapoie/w
|Beta Code=metapoie/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">alter the make of</b> a thing, <b class="b2">remodel</b>, νόμους <span class="bibl">D.18.121</span>; πάντα ἐς τοὺς τρόπους τοὺς παραπλησίους μ. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>26</span>; εἰς γάμον ἀπὸ τῆς θυσίας μ. τὴν εὐωχίαν <span class="bibl">Hld.5.29</span>, cf. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Antr.</span>36</span>: abs., <b class="b3">μεταποίησον</b> <b class="b2">re-compose</b> the verse, <span class="bibl">Sol.20.3</span>:—Pass., -ποιεῖσθαι εἰς τὸ δέον <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>199.18</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Med., <b class="b2">lay claim to, pretend to</b>, c. gen. rei, e.g. <b class="b3">ξυνέσεως, ἀρετῆς τι</b>, <span class="bibl">Th.1.140</span>, <span class="bibl">2.51</span>; τέχνης <span class="bibl">Pl.<span class="title">Plt.</span>289e</span>; <b class="b3">οὐδέν σφι μετεὸν μεταποιεῦνται</b> (sc. <b class="b3">τοῦ ἐμπορίου</b>) <span class="bibl">Hdt.2.178</span>.</span>
|Definition=[[alter the make of]] a thing, [[remodel]], νόμους D.18.121; πάντα ἐς τοὺς τρόπους τοὺς παραπλησίους μ. Hp.Fract.26; εἰς γάμον ἀπὸ τῆς θυσίας μ. τὴν εὐωχίαν Hld.5.29, cf. Porph.Antr.36: abs., [[μεταποίησον]] = [[recompose]] the [[verse]], Sol.20.3:—Pass., [[μεταποιεῖσθαι]] εἰς τὸ [[δέον]] A.D.Synt.199.18.<br><span class="bld">II</span> Med., [[lay claim to]], [[pretend to]], c. gen. rei, e.g. ξυνέσεως, ἀρετῆς τι, Th.1.140, 2.51; τέχνης Pl.Plt.289e; οὐδέν σφι μετεὸν μεταποιεῦνται (''[[sc.]]'' τοῦ ἐμπορίου) [[Herodotus|Hdt.]]2.178.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0152.png Seite 152]] anders machen, umarbeiten, verändern; νόμους, Dem. 18, 121; τὴν κρίσιν, Luc. abdic. 9, öfter; im med. = sich eine Sache anmaßen, sich ihrer bemächtigen (so daß sie einen andern Besitzer bekommt), βασιλικῆς μεταποιούμενος τέχνης, Plat. Polit. 289 e; Thuc. 1, 140. 2, 51 u. Sp., wie Plut., τῆς φιλοσοφίας, Eum. 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0152.png Seite 152]] anders machen, umarbeiten, verändern; νόμους, Dem. 18, 121; τὴν κρίσιν, Luc. abdic. 9, öfter; im med. = sich eine Sache anmaßen, sich ihrer bemächtigen (so daß sie einen andern Besitzer bekommt), βασιλικῆς μεταποιούμενος τέχνης, Plat. Polit. 289 e; Thuc. 1, 140. 2, 51 u. Sp., wie Plut., τῆς φιλοσοφίας, Eum. 7.
}}
{{bailly
|btext=[[μεταποιῶ]] :<br />refaire, réformer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[μεταποιέομαι]], [[μεταποιοῦμαι]] prendre sa part de, s'approprier, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ποιέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταποιέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[переделывать]], [[перерабатывать]], [[изменять]] (νόμους Dem.; τὴν κρίσιν Luc.);<br /><b class="num">2</b> med. [[усваивать]] (μ. βασιλικῆς τέχνης Plat.);<br /><b class="num">3</b> med. [[присваивать себе]], [[приписывать себе]] (τῆς ξυνέσεως, ἀρετῆς Thuc.; λόγων ἐμπειρίας Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταποιέω''': [[μεταβάλλω]] τὴν κατασκευὴν πράγματός τινος, ἐκ νέου [[κατασκευάζω]], ἀλλοιῶ, τροποποιῶ, Σόλων 1. 5, Δημ. 268. 5· μ. τι εἴς τινα τρόπον Ἱππ. Ἀγμ. 768· τι ἀπό τινος Ἡλιόδ. 5. 29. ΙΙ. Μέσ. ἀντιποιοῦμαι, ἰδιοποιοῦμαι, οἰκειοποιοῦμαι, [[μετὰ]] γεν. πράγμ. π.χ. ξυνέσεως, ἀρετῆς Θουκ. 1. 140., 2. 51· τέχνης Πλάτ. Πολιτ. 289Ε· - ἐν Ἡροδ. 2. 178, τὸ οὐδέν σφι μετεὸν μεταποιεῦνται, [[κάλλιον]] νὰ ληφθῇ ἀπολ., οὐδέν σφι [[μετεόν]], ὑπονοουμένης τῆς γενικ. τοῦ ἐμπορίου. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 466.
|lstext='''μεταποιέω''': [[μεταβάλλω]] τὴν κατασκευὴν πράγματός τινος, ἐκ νέου [[κατασκευάζω]], ἀλλοιῶ, τροποποιῶ, Σόλων 1. 5, Δημ. 268. 5· μ. τι εἴς τινα τρόπον Ἱππ. Ἀγμ. 768· τι ἀπό τινος Ἡλιόδ. 5. 29. ΙΙ. Μέσ. ἀντιποιοῦμαι, ἰδιοποιοῦμαι, οἰκειοποιοῦμαι, μετὰ γεν. πράγμ. π.χ. ξυνέσεως, ἀρετῆς Θουκ. 1. 140., 2. 51· τέχνης Πλάτ. Πολιτ. 289Ε· - ἐν Ἡροδ. 2. 178, τὸ οὐδέν σφι μετεὸν μεταποιεῦνται, [[κάλλιον]] νὰ ληφθῇ ἀπολ., οὐδέν σφι [[μετεόν]], ὑπονοουμένης τῆς γενικ. τοῦ ἐμπορίου. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 466.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τροποποιώ]] την [[κατασκευή]] ενός πράγματος, [[ανακατασκευάζω]], [[τροποποιώ]], σε Σόλωνα, Δημ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[μεταχειρίζομαι]] μια [[πρόφαση]], [[εγείρω]] έναν ισχυρισμό, [[προφασίζομαι]], με γεν. <i>ἀρετῆς</i>, σε Θουκ.
}}
}}
{{bailly
{{mdlsj
|btext=-ῶ :<br />refaire, réformer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεταποιέομαι-οῦμαι prendre sa part de, s’approprier, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ποιέω]].
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">I.</b> to [[alter]] the make of a [[thing]], [[remodel]], [[alter]], [[Solon]]., Dem.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to make a [[pretence]] of, lay [[claim]] to, [[pretend]] to, c. gen., ἀρετῆς Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[vindicare sibi]]'', to [[claim for oneself]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.140.1/ 1.140.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.51.5/ 2.51.5].
}}
}}

Latest revision as of 14:23, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταποιέω Medium diacritics: μεταποιέω Low diacritics: μεταποιέω Capitals: ΜΕΤΑΠΟΙΕΩ
Transliteration A: metapoiéō Transliteration B: metapoieō Transliteration C: metapoieo Beta Code: metapoie/w

English (LSJ)

alter the make of a thing, remodel, νόμους D.18.121; πάντα ἐς τοὺς τρόπους τοὺς παραπλησίους μ. Hp.Fract.26; εἰς γάμον ἀπὸ τῆς θυσίας μ. τὴν εὐωχίαν Hld.5.29, cf. Porph.Antr.36: abs., μεταποίησον = recompose the verse, Sol.20.3:—Pass., μεταποιεῖσθαι εἰς τὸ δέον A.D.Synt.199.18.
II Med., lay claim to, pretend to, c. gen. rei, e.g. ξυνέσεως, ἀρετῆς τι, Th.1.140, 2.51; τέχνης Pl.Plt.289e; οὐδέν σφι μετεὸν μεταποιεῦνται (sc. τοῦ ἐμπορίου) Hdt.2.178.

German (Pape)

[Seite 152] anders machen, umarbeiten, verändern; νόμους, Dem. 18, 121; τὴν κρίσιν, Luc. abdic. 9, öfter; im med. = sich eine Sache anmaßen, sich ihrer bemächtigen (so daß sie einen andern Besitzer bekommt), βασιλικῆς μεταποιούμενος τέχνης, Plat. Polit. 289 e; Thuc. 1, 140. 2, 51 u. Sp., wie Plut., τῆς φιλοσοφίας, Eum. 7.

French (Bailly abrégé)

μεταποιῶ :
refaire, réformer, acc.;
Moy. μεταποιέομαι, μεταποιοῦμαι prendre sa part de, s'approprier, gén..
Étymologie: μετά, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

μεταποιέω:
1 переделывать, перерабатывать, изменять (νόμους Dem.; τὴν κρίσιν Luc.);
2 med. усваивать (μ. βασιλικῆς τέχνης Plat.);
3 med. присваивать себе, приписывать себе (τῆς ξυνέσεως, ἀρετῆς Thuc.; λόγων ἐμπειρίας Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταποιέω: μεταβάλλω τὴν κατασκευὴν πράγματός τινος, ἐκ νέου κατασκευάζω, ἀλλοιῶ, τροποποιῶ, Σόλων 1. 5, Δημ. 268. 5· μ. τι εἴς τινα τρόπον Ἱππ. Ἀγμ. 768· τι ἀπό τινος Ἡλιόδ. 5. 29. ΙΙ. Μέσ. ἀντιποιοῦμαι, ἰδιοποιοῦμαι, οἰκειοποιοῦμαι, μετὰ γεν. πράγμ. π.χ. ξυνέσεως, ἀρετῆς Θουκ. 1. 140., 2. 51· τέχνης Πλάτ. Πολιτ. 289Ε· - ἐν Ἡροδ. 2. 178, τὸ οὐδέν σφι μετεὸν μεταποιεῦνται, κάλλιον νὰ ληφθῇ ἀπολ., οὐδέν σφι μετεόν, ὑπονοουμένης τῆς γενικ. τοῦ ἐμπορίου. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 466.

Greek Monotonic

μεταποιέω: μέλ. -ήσω,
I. τροποποιώ την κατασκευή ενός πράγματος, ανακατασκευάζω, τροποποιώ, σε Σόλωνα, Δημ.
II. Μέσ., μεταχειρίζομαι μια πρόφαση, εγείρω έναν ισχυρισμό, προφασίζομαι, με γεν. ἀρετῆς, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to alter the make of a thing, remodel, alter, Solon., Dem.
II. Mid. to make a pretence of, lay claim to, pretend to, c. gen., ἀρετῆς Thuc.

Lexicon Thucydideum

vindicare sibi, to claim for oneself, 1.140.1, 2.51.5.