καταπέτομαι: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(7) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(26 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katapetomai | |Transliteration C=katapetomai | ||
|Beta Code=katape/tomai | |Beta Code=katape/tomai | ||
|Definition= | |Definition=[[fly down]]: fut. καταπτήσομαι Luc.''Prom.''2: aor. κατέπτᾰτο [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''789, al. codd.; part. καταπτάμενος [[Herodotus|Hdt.]]3.111 ([[varia lectio|v.l.]] [[καταπετομένας]], [[καταπετεωμένας]]), Ar.''V.''16, ''Av.''1624 codd.; subj. and opt. <b class="b3">κατάπτωμαι, -πτοῖο</b>, Luc.''Icar.''13, Bis Acc.8: aor. 2 Act. [[κατέπτην]], part. καταπτάς [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''614b21, Ph.2.318, Luc.''Charid.''7, Porph. ''Abst.''1.25: pf. κατέπτηκα Men.''Kol.''39: aor. 1 Pass. κατεπετάσθην [[LXX]] ''Pr.''27.8, [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.20. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1369.png Seite 1369]] (s. πέτομι), herabfliegen; Her. 3, 111; καταπτάμενος Ar. Vesp. 16; κατέπτατο Av. 790; κατάπ τωμαι Luc. Icar. 13; κατέπτην, Arist. H. A. 9, 10 u. Sp., wie καταπτάς, Charid. 7, bezeichnet Moeris als hellenistisch; καταπτοῖο steht Luc. bis accus. 8. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> [[καταπτήσομαι]], <i>3ᵉ sg. ao.</i> κατέπτατο, <i>ao.2 Act.</i> [[κατέπτην]], <i>part. avec sync.</i> [[καταπτάμενος]], <i>ao.2 Moy.</i> κατεπτόμην > <i>sbj.</i> [[κατάπτωμαι]], <i>2ᵉ sg. opt.</i> [[καταπτοῖο]];<br />[[descendre en volant]], [[voler d'en haut]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πέτομαι]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-πέτομαι, ptc. them. aor. med. καταπτόμενος; ptc. stamaor. med. κατεπτάμενος, omlaag vliegen. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταπέτομαι:''' (fut. [[καταπτήσομαι]], 3 л. sing. aor. 1 κατέπτατο, aor. 2 [[κατέπτην]], part. [[καταπτάμενος]]; aor. 2 med. κατεπτόμην, conjct. [[κατάπτωμαι]]; aor. pass. κατεπετάσθην) налетать с высоты, слетать вниз Her., Arph., Arst., Diod., Luc. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''καταπέτομαι''': (πρβλ. [[πέτομαι]]) «πετῶ» πρὸς τὰ [[κάτω]]: μέλλ. καταπτήσεται ὁ ἀετὸς ἀποκερῶν τὸ [[ἧπαρ]] Λουκ. Προμ. 2: ἀόρ. κατέπτατο Ἀριστοφ. Ὄρν. 791: μετοχ. καταπτάμενος Ἡρόδ. 3. 111, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1624, Σφ. 16· ὑποτακτ. καὶ εὐκτ. κατάπτωμαι, -πτοῖο, Λουκ. Ἰκαρομ. 13, Δὶς Κατηγ. 8· [[ὡσαύτως]] ἐνεργ. ἀόρ. β' κατέπτην, ὑποτακτ., ἔς τ’ ἂν ὁ ἀετὸς καταπτῇ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 10, 1, μετοχ. καταπτάς, Λουκ. Χαρίδ. 7· ὁ Μοῖρις 206 «καταπτάμενος Ἀττικοί, καταπτὰς Ἕλληνες»·- ἀμφίβολ. Παθ. ἀόρ. κατεπετάσθην ἀπαντᾷ παρὰ Διοδ. 2. 20, Ἑβδ.· καὶ διάφ. γραφ. -πετεώμενος εὕρηται παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὡς ἐκ τοῦ -[[πετάομαι]]· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 581 κἑξ. (ἀντίθ. [[ἀναπέτομαι]]). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταπέτομαι]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />τοποθετούμαι [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[γρήγορα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πετώ]] [[προς]] τα [[κάτω]] («ἐφ' ἡμᾶς κατέπτατο», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πέτομαι]] «[[πετώ]]»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καταπέτομαι:''' μέλ. -[[πτήσομαι]]· γʹ ενικ. αορ. βʹ <i>κατέπτατο</i>, μτχ. [[καταπτάμενος]], υποτ. [[κατάπτωμαι]]· επίσης Ενεργ. αορ. βʹ [[κατέπτην]] [[πετάω]] με καθοδική [[φορά]], [[ίπταμαι]] προς τα [[κάτω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -[[πτήσομαι]] 3rd sg. aor2 κατέπτατο [[part]]. [[καταπτάμενος]] subj. [[κατάπτωμαι]] also aor2 act. [[κατέπτην]]<br />to fly [[down]], Hdt., Ar., etc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 27 March 2024
English (LSJ)
fly down: fut. καταπτήσομαι Luc.Prom.2: aor. κατέπτᾰτο Ar.Av.789, al. codd.; part. καταπτάμενος Hdt.3.111 (v.l. καταπετομένας, καταπετεωμένας), Ar.V.16, Av.1624 codd.; subj. and opt. κατάπτωμαι, -πτοῖο, Luc.Icar.13, Bis Acc.8: aor. 2 Act. κατέπτην, part. καταπτάς Arist.HA614b21, Ph.2.318, Luc.Charid.7, Porph. Abst.1.25: pf. κατέπτηκα Men.Kol.39: aor. 1 Pass. κατεπετάσθην LXX Pr.27.8, D.S.2.20.
German (Pape)
[Seite 1369] (s. πέτομι), herabfliegen; Her. 3, 111; καταπτάμενος Ar. Vesp. 16; κατέπτατο Av. 790; κατάπ τωμαι Luc. Icar. 13; κατέπτην, Arist. H. A. 9, 10 u. Sp., wie καταπτάς, Charid. 7, bezeichnet Moeris als hellenistisch; καταπτοῖο steht Luc. bis accus. 8.
French (Bailly abrégé)
f. καταπτήσομαι, 3ᵉ sg. ao. κατέπτατο, ao.2 Act. κατέπτην, part. avec sync. καταπτάμενος, ao.2 Moy. κατεπτόμην > sbj. κατάπτωμαι, 2ᵉ sg. opt. καταπτοῖο;
descendre en volant, voler d'en haut.
Étymologie: κατά, πέτομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πέτομαι, ptc. them. aor. med. καταπτόμενος; ptc. stamaor. med. κατεπτάμενος, omlaag vliegen.
Russian (Dvoretsky)
καταπέτομαι: (fut. καταπτήσομαι, 3 л. sing. aor. 1 κατέπτατο, aor. 2 κατέπτην, part. καταπτάμενος; aor. 2 med. κατεπτόμην, conjct. κατάπτωμαι; aor. pass. κατεπετάσθην) налетать с высоты, слетать вниз Her., Arph., Arst., Diod., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
καταπέτομαι: (πρβλ. πέτομαι) «πετῶ» πρὸς τὰ κάτω: μέλλ. καταπτήσεται ὁ ἀετὸς ἀποκερῶν τὸ ἧπαρ Λουκ. Προμ. 2: ἀόρ. κατέπτατο Ἀριστοφ. Ὄρν. 791: μετοχ. καταπτάμενος Ἡρόδ. 3. 111, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1624, Σφ. 16· ὑποτακτ. καὶ εὐκτ. κατάπτωμαι, -πτοῖο, Λουκ. Ἰκαρομ. 13, Δὶς Κατηγ. 8· ὡσαύτως ἐνεργ. ἀόρ. β' κατέπτην, ὑποτακτ., ἔς τ’ ἂν ὁ ἀετὸς καταπτῇ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 10, 1, μετοχ. καταπτάς, Λουκ. Χαρίδ. 7· ὁ Μοῖρις 206 «καταπτάμενος Ἀττικοί, καταπτὰς Ἕλληνες»·- ἀμφίβολ. Παθ. ἀόρ. κατεπετάσθην ἀπαντᾷ παρὰ Διοδ. 2. 20, Ἑβδ.· καὶ διάφ. γραφ. -πετεώμενος εὕρηται παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ὡς ἐκ τοῦ -πετάομαι· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 581 κἑξ. (ἀντίθ. ἀναπέτομαι).
Greek Monolingual
καταπέτομαι (AM)
μσν.
τοποθετούμαι πάνω σε κάτι γρήγορα
αρχ.
πετώ προς τα κάτω («ἐφ' ἡμᾶς κατέπτατο», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πέτομαι «πετώ»].
Greek Monotonic
καταπέτομαι: μέλ. -πτήσομαι· γʹ ενικ. αορ. βʹ κατέπτατο, μτχ. καταπτάμενος, υποτ. κατάπτωμαι· επίσης Ενεργ. αορ. βʹ κατέπτην πετάω με καθοδική φορά, ίπταμαι προς τα κάτω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
fut. -πτήσομαι 3rd sg. aor2 κατέπτατο part. καταπτάμενος subj. κατάπτωμαι also aor2 act. κατέπτην
to fly down, Hdt., Ar., etc.